Το πάθημα δεν έγινε μάθημα και οι ειδικοί καταγράφουν κενά στον αποχαρακτηρισμό και στις εργασίες αποκατάστασης. Τα 3/4 των δημόσιων κτιρίων της χώρας παραμένουν ανέλεγκτα
Εκατόν σαράντα τρεις νεκροί από την κατάρρευση έντεκα κτιρίων, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν τρία εργοστάσια και οκτώ κατοικίες, ήταν ο θλιβερός απολογισμός του δεύτερου πιο φονικού σεισμού στην Ελλάδα, αυτού της Πάρνηθας, με μέγεθος 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
Ωστόσο, είκοσι χρόνια μετά τα 15 δευτερόλεπτα που τάραξαν συθέμελα ολόκληρους δήμους κυρίως στη δυτική πλευρά της Αττικής, φαίνεται ότι αρκετά πράγματα δεν έγιναν όπως θα έπρεπε, ενώ δεν έχει αλλάξει και η νοοτροπία του Έλληνα, ο οποίος εξακολουθεί να μην επιθεωρεί ακόμα και τα κτίρια στα οποία κατοικεί.
Και ενώ αναγνωρίζει την ανάγκη τεχνικού ελέγχου του οχήματός του από τα ΚΤΕΟ ή της υγείας του με προληπτικές εξετάσεις, σπανίως ελέγχει συστηματικά τα κτίρια. Επιπλέον, μόνο ένας στους δέκα τα ασφαλίζει για σεισμό.
Στο τραπέζι μπαίνει πλέον και η ανάγκη εφαρμογής ενός προγράμματος κινήτρων αντίστοιχου με το «Εξοικονομώ κατ’ οίκον» για επεμβάσεις αντισεισμικής θωράκισης των κτιρίων. Την πρόταση έχει κάνει ήδη ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Γιώργος Στασινός, με στόχο να συμπεριληφθεί σε νομοσχέδιο του υπουργείου Υποδομών, το οποίο θα παρουσιαστεί το φθινόπωρο.
Την ίδια στιγμή, σχεδόν τα 3/4 των δημόσιων κτιρίων της χώρας είναι ανέλεγκτα έστω και σε επίπεδο πρωτοβάθμιου ελέγχου. Και αυτό γιατί με το παλαιότερο πρόγραμμα είχαν ελεγχθεί περίπου 20.000 από τον εκτιμώμενο συνολικό αριθμό των 80.000 δημόσιων κτιρίων.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, σύμφωνα με τους ειδικούς, ορισμένες από τις βλάβες που εμφανίστηκαν σε κτίρια της πρωτεύουσας ύστερα από τη σεισμική δόνηση του περασμένου Ιουλίου στη Μαγούλα, αν και δεν ήταν σοβαρές, εντοπίστηκαν στα ίδια σημεία με όσες είχαν προκληθεί και στον σεισμό του 1999.
Αυτό καταδεικνύει εν μέρει ότι ορισμένες από τις επισκευές δεν έγιναν με τον ενδεδειγμένο τρόπο: «Οι έλεγχοι μετά τον σεισμό του 1999 κατέληξαν στον χαρακτηρισμό περίπου 80.000 κτιρίων ως ‘‘κίτρινων’’, δηλαδή που χρειάζονταν επισκευές. Από αυτά έως σήμερα γνωρίζουμε ότι έχουν αποχαρακτηριστεί από τις αρμόδιες Υπηρεσίες Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων περί τα 28.000. Τι έχει συμβεί με τα υπόλοιπα;» αναρωτιέται ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ και καθηγητής Αντισεισμικών Κατασκευών, Παναγιώτης Καρύδης, ο οποίος εκείνα τα χρόνια είχε πραγματοποιήσει έρευνες στο πεδίο των καταστροφών.
Βεβαίως αρκετοί από τους ιδιοκτήτες, έχοντας αναλάβει μόνοι τα έξοδα επισκευής, δεν μπήκαν στη διαδικασία του αποχαρακτηρισμού, εφόσον δεν ήθελαν να πουλήσουν ή να μεταβιβάσουν τα ακίνητά τους, πράξη για την οποία είναι απαραίτητος ο αποχαρακτηρισμός προκειμένου να υπάρξει βεβαίωση αποκατάστασης.ορισμένοι ιδιοκτήτες τα επισκεύασαν μόνοι τους και όχι πάντα με τον ενδεδειγμένο τρόπο.
Ο ίδιος προσθέτει ότι, βάσει εγκυκλίου που είχε εκδοθεί μετά τον σεισμό, ο αποχαρακτηρισμός μπορούσε να γίνει και με βεβαίωση πολιτικού μηχανικού. Το καθεστώς αυστηροποιήθηκε το 2012, αλλά στα σχεδόν 13 χρόνια που είχαν μεσολαβήσει οι περισσότερες επισκευές είχαν ολοκληρωθεί.
Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία του υπουργείου Υποδομών, μετά τον πρόσφατο σεισμό στη Μαγούλα, ειδικά στον Δήμο Χαϊδαρίου, ελέγχθηκαν έως τις 21 Αυγούστου 500 κτίρια, εκ των οποίων τα 400 βρέθηκαν κατοικήσιμα (81%), ενώ τα 92 μη κατοικήσιμα (19%). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι από τα κτίσματα της δεύτερης κατηγορίας, τα περισσότερα είχαν χαρακτηριστεί «κίτρινα» από τον σεισμό του 1999 χωρίς να έχουν εκδοθεί άδειες επισκευής.
Αλλά ακόμα και όσοι έκαναν όλα όσα προβλέπονταν, θα ήταν καλό να επιθεωρήσουν εκ νέου τα κτίρια: «Στην πλειονότητα των επισκευασμένων κτιρίων δεν εφαρμόστηκε ενίσχυση ή αντισεισμική θωράκιση, παρά μόνο επισκευή, καθώς η αποτίμηση και η αναβάθμιση υφιστάμενων δομημάτων με σύγχρονες μεθοδολογίες και προηγμένα υλικά δεν είχαν αναπτυχθεί τόσο πολύ το 1999. Σήμερα έχουν γίνει άλματα τεχνογνωσίας.
Ανατρέχοντας στις πρακτικές επεμβάσεων και γενικότερα στις παλαιές αντισεισμικές προβλέψεις, είναι σαν να μιλάμε για αυτοκινητοβιομηχανία δίχως τους αυτονόητους πλέον αερόσακους, ABS κ.λπ.» εξηγεί ο πρόεδρος του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδας, Βασίλης Μπαρδάκης. Και αυτό γιατί ο σύγχρονος ελληνικός Κανονισμός Επεμβάσεων (επισκευών-ενισχύσεων) τέθηκε σε επίσημη εφαρμογή το 2012, ενώ αυτές τις μέρες παρουσιάζεται ο σχετικός κανονισμός για παραδοσιακά-ιστορικά κτίρια.
Ο πρόσφατος σεισμός κατέδειξε, σύμφωνα με το σύνολο των ειδικών, ότι οι κατασκευές της Αθήνας άντεξαν. Αλλωστε η χώρα μας διαθέτει αντισεισμικούς κανονισμούς από το 1959. Ωστόσο αυτό το δίχτυ ασφαλείας αφορά κτίρια κατασκευασμένα με τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, συντηρημένα και επισκευασμένα σωστά από προηγούμενους σεισμούς και σαφώς κτίσματα χωρίς αυθαίρετες επεμβάσεις. Δεδομένου μάλιστα ότι οι σεισμικές δονήσεις μπορεί να προξένησαν αφανείς βλάβες, θεωρούνται απαραίτητες οι επιθεωρήσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Ωστόσο, λίγοι γνωρίζουν ότι αυτές προβλέπονται και από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Με βάση τις κείμενες διατάξεις, σε συνηθισμένες περιπτώσεις που δεν έχει προηγηθεί μεγάλο σεισμικό γεγονός, τα κατάλληλα χρονικά διαστήματα επιθεωρήσεων είναι για τις κατοικίες τα 10 έτη και για τα βιομηχανικά κτίρια τα 5-10 έτη. «Βέβαια η παραπάνω λογική σύσταση δεν υλοποιείται με συστηματικό τρόπο.
Ισως η ‘‘παραβατικότητά’’ μας να οφείλεται στην έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών ή έστω στην έλλειψη μιας στοιχειώδους βάσης δεδομένων, στην οποία θα καταγράφονται η κατάσταση του κάθε δομήματος και η συχνότητα των επιθεωρήσεων» εξηγεί ο κ. Μπαρδάκης, προσθέτοντας ότι η αναγκαιότητα της επιθεώρησης είναι ανάλογη της παλαιότητας των κατασκευών.
Ουσιαστικά, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΜΠΕ, η συγκεκριμένη διάταξη επιβάλλει να επιθεωρηθούν όλες οι κατασκευές κατοικιών που χτίστηκαν ή επισκευάστηκαν πριν από το 2009 και δεν έχουν ελεγχθεί, ακόμα και αν δεν εμφανίζουν ορατές βλάβες ή φθορές.
Πριν από το '85
Αναφορικά με τα κτίρια που έχουν χτιστεί πριν από το 1985, ο κ. Μπαρδάκης τονίζει ότι δυνητικά υποφέρουν για τρεις τεκμηριωμένους λόγους:
- Οι σεισμικές δράσεις που λαμβάνονταν υπόψη κατά τη μελέτη ανέγερσης ήταν σημαντικά μικρότερες από αυτές που λαμβάνονται σήμερα.
- Η προσομοίωση (μοντελοποίηση) των φερόντων οργανισμών των κτιρίων ήταν με τα σημερινά δεδομένα πλημμελής, καθώς δεν είχε αναπτυχθεί τόσο η τεχνολογία.
- Οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες ήταν φτωχότερες ως προς την αντισεισμική τους ικανότητα. Λύση σε αυτό αναμένεται να δώσει η Ηλεκτρονική Ταυτότητα Κτιρίου, η οποία έχει πολλάκις προβλεφθεί νομοθετικά, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε: «Ο σεισμός δεν μπορεί να προβλεφθεί και οι επιπτώσεις του μπορούν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς μόνο με πρόληψη και όχι κατόπιν καταστροφής» όπως έχει δηλώσει ο πρόεδρος του ΤΕΕ.
Την ιδιαίτερη σημασία της πρόληψης υπογραμμίζει και ο δρ Ευθύμιος Λέκκας, καθηγητής Γεωλογίας και πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας, επισημαίνοντας ότι για κάθε ευρώ που επενδύεται στην πρόληψη και την ετοιμότητα για σεισμό, εξοικονομούνται 7 ευρώ στην αποκατάσταση. Αναφορικά με τη διαχείριση του σεισμικού κινδύνου, ο ίδιος τονίζει πως «η ανάλυση του κινδύνου μέσα από σεισμικά σενάρια είναι βασική προϋπόθεση για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και αυτό αφορά χάρτες, αριθμητικά στοιχεία για τον πληθυσμό που αναμένεται να επηρεαστεί, τις εκτιμήσεις για το κτιριακό απόθεμα κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση, ο επιχειρησιακός σχεδιασμός του σεισμικού κινδύνου θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στην ανάλυσή του σε τοπικό επίπεδο, δηλαδή στον δήμο ή στην περιφέρεια».
Εξάλλου, το ζήτημα της αντισεισμικής θωράκισης παραμένει πάντα επίκαιρο, ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς τις συνέπειες πέραν των απωλειών ανθρώπινων ζωών από τον σεισμό του 1999, όταν σύμφωνα με τα στοιχεία του κ. Λέκκα περίπου 80.000 οικογένειες έμειναν προσωρινά άστεγες, ενώ 6.000 διέμεναν σε κτίρια που κατέρρευσαν ή έπρεπε να κατεδαφιστούν.
Συνολικά ο σεισμός του 1999 προκάλεσε τις μεγαλύτερες απώλειες που έχουν παρατηρηθεί στον τομέα ασφαλίσεων στην Ελλάδα και ανήλθαν σε 130 εκατομμύρια ευρώ. Στους τέσσερις δήμους που επλήγησαν περισσότερο από τον σεισμό (Ανω Λιόσια, Φυλή, Αχαρνές και Θρακομακεδόνες), 10% και 40% των κατοικιών χαρακτηρίστηκαν ως «κόκκινες» και «κίτρινες» αντίστοιχα. Μόνο στα Ανω Λιόσια 1.600 κτίρια είχαν χαρακτηριστεί «κόκκινα» και κατεδαφιστέα, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν ήδη αποκατασταθεί, σύμφωνα με τον κ. Καρύδη.
Πρόταση του ΤΕΕ - «Εξοικονομώ» και για αντισεισμική θωράκιση
Την παροχή μόνιμων οικονομικών κινήτρων σε ιδιώτες προκειμένου να προβούν σε έργα αντισεισμικής θωράκισης των κτιρίων, στα πρότυπα του προγράμματος «Εξοικονομώ κατ’ οίκον», προτείνει ο τεχνικός κόσμος της χώρας. Την πρόταση έχει ήδη υποβάλει ο πρόεδρος του ΤΕΕ, Γιώργος Στασινός, με στόχο να ενσωματωθεί σε νομοσχέδιο του υπουργείου Υποδομών.
Στην πρότασή του ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου επισημαίνει πως η πολιτεία οφείλει να μεριμνήσει για να γίνουν οι επεμβάσεις που θα κριθούν αναγκαίες από τους ελέγχους: «Προτείνουμε να δοθούν μόνιμα οικονομικά κίνητρα για την ενίσχυση ιδιωτικών κτιρίων που διατρέχουν κίνδυνο βλαβών από σεισμό. Κατά το πρότυπο της Ιταλίας, θα μπορούσε να εφαρμοστεί έκπτωση φόρου 50% για τις δαπάνες επεμβάσεων με συγκεκριμένο μέγιστο φορολογικό όφελος. Το συγκεκριμένο όριο ανά ιδιοκτησία στην Ιταλία είναι 96.000 ευρώ».
Επιπλέον, για τα ιδιωτικά κτίρια το ΤΕΕ σημειώνει πως μέσω της Ταυτότητας Κτιρίου, η οποία θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα, είναι αναγκαίος ο αντίστοιχος προσεισμικός έλεγχος. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί σε όσα κτίρια έχουν κατασκευαστεί με προηγούμενους αντισεισμικούς κανονισμούς ή χωρίς καθόλου αντισεισμικές προδιαγραφές.
0 Σχόλια