Ενημέρωση για τις οφειλές στους εργαζομένους του Ξένιου, από αναγνώστη



Καλημέρα

Επειδή ο Δήμαρχος άρχισε πάλι τα δικά του για τα οφειλόμενα στους εργαζόμενους του ΞΕΝΙΟΥ ότι δεν οφείλει μισθούς για το διάστημα της επίσχεσης (2011-2012)  και τα σχετικά, σου επισυνάπτω στο αρχείο τα βασικά σημεία του νόμου για την άσκηση της επίσχεσης, Ο Μπουραϊμης πιστεύει ότι θα θεωρήσει την επίσχεση καταχρηστική για να γλιτώσει τα οφειλόμενα.Ωστόσο οποιοδήποτε δικαστήριο δεν πρόκειται να δεχθεί έναν πιθανό τέτοιο ισχυρισμό δεδομένου ότι σε όλο αυτό το διάστημα υπήρχαν και υπάρχουν οφειλόμενοι μισθοί πολλών μηνών, και συνολική υπαιτιότητα του εργοδότη στη κατάσταση που δημιουργήθηκε.Μη ξεχνάμε ότι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι στο Δήμο πληρώθηκαν δεκάδες φορές τη στιγμή που αυτοί του ΞΕΝΙΟΥ παραμένουν απλήρωτοι και με πολλά οφειλόμενα.


Κατά το άρθρο 648 του Αστικού Κώδικα, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον
εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ κατά τη λειτουργία της σύμβασης έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκε να τον βαρύνουν. Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 325, 329, 353 και 656 του Αστικού Κώδικα, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να επισχέσει την παροχή που οφείλει στον εργοδότη, δηλαδή να αρνηθεί να εκτελέσει την εργασία που συμφώνησαν να του παρέχει, για να εξασφαλίσει την ικανοποίηση ληξιπρόθεσμων αξιώσεών του κατά του εργοδότη και ιδιαίτερα την πληρωμή οφειλομένων αποδοχών, αλλά και την εκπλήρωση άλλου ουσιώδους όρου της εργασιακής σύμβασης, από την παράβαση του οποίου έχει δημιουργηθεί ενδεχομένως ληξιπρόθεσμη αξίωση του εργαζομένου (ΜΠρΔρ 61/2001). 

Προϋπόθεση άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας

Για την άσκηση του δικαιώματος αυτού προϋποτίθεται αναγκαίως η ύπαρξη ληξιπρόθεσμης αξιώσεως του μισθωτού, η οποία πρέπει να είναι συναφής με την εργασιακή σχέση και έγκυρη σύμβαση εργασίας, η οποία πρέπει να βρίσκεται σε λειτουργία και να μην έχει καταγγελθεί νομίμως.
Ως ληξιπρόθεσμη αξίωση του μισθωτού νοείται, μεταξύ άλλων, η άρνηση του εργοδότη 1) να χορηγήσει στον μισθωτό την εβδομαδιαία ανάπαυση, 2) να καταβάλει σ' αυτόν τις συνομολογηθείσες αποδοχές και 3) να εκτελέσει όρο της εργασιακής συμβάσεως, που έχει τεθεί προς το συμφέρον του μισθωτού, ενώ δεν αποτελεί τέτοια αξίωση η τυχόν εμμονή του εργοδότη στην μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας και στην μείωση των αποδοχών του μισθωτού, εφ' όσον εξακολουθεί να συμμορφώνεται προς τους όρους αυτής, όπως τους αποδέχεται ο μισθωτός (ΕφΑθ 43/1996).
Επιπλέον, προϋπόθεση για την άσκηση αυτού του δικαιώματος είναι η αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη, ανεξάρτητα από το αν η καθυστέρηση οφείλεται σε δυστροπία του. Το αν η καθυστέρηση είναι δικαιολογημένη κρίνεται από τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (ΜΠρΔρ 61/2001).

Τρόπος άσκησης του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας

Η επίσχεση εργασίας αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, η οποία καταρτίζεται χωρίς την υποχρέωση τήρησης συγκεκριμένου τύπου, με μόνη την δήλωση της βουλήσεως του οφειλέτη της εργασίας (μισθωτού), που μπορεί να γίνει με εξώδικη έγγραφη ή και προφορική δήλωση και ισχύει αφότου περιέλθει σε γνώση του δανειστή (ΕφΑθ 4682/2004, ΕφΑΘ 43/1996).
Συστήνεται πάντως το δικαίωμα να ασκείται πάντα εγγράφως, με εξώδικη δήλωση που να επιδίδεται στον εργοδότη με δικαστικό επιμελητή, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί μεταγενέστερα από τον εργοδότη.
Η δήλωση για επίσχεση της εργασίας πρέπει να είναι σαφής ως προς την άσκηση του δικαιώματος και να αναφέρει την ληξιπρόθεσμη υποχρέωση του εργοδότη, στην εκπλήρωση της οποίας στοχεύει. Η απλή άρνηση της παροχής της εργασίας, χωρίς να συνοδεύεται με την ρητή δήλωση της επισχέσεως και με την αιτία, δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα (ΕφΑθ 43/1996).

Έναρξη ισχύος της επίσχεσης εργασίας

Η επίσχεση εργασίας ισχύει από τη στιγμή που η ενημερωθεί ο εργοδότης από τον εργαζόμενο για την άσκηση από αυτόν του δικαιώματος της επίσχεσης, προφορικά ή εγγράφως (ΕφΑθ 4682/2004, ΕφΑΘ 43/1996).

Συνέπεια της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας

Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, όσο δεν καταβάλει δηλαδή τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά (ΑΠ 1153/2009).

Περιορισμοί του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας

Όμως, το δικαίωμα επισχέσεως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για το οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών), ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι' αυτόν περιστάσεις, ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 1153/2009).
Το αξιόλογο αυτό κρίνεται από το δικαστήριο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ιδίως ενόψει των οικονομικών και εν γένει συνθηκών του ασκούντος το δικαίωμα τούτο εργαζομένου (ΕφΘεσ 1497/1978, ό.π.).

Παύση υπερημερίας εργοδότη και εξάντληση συνεπειών επισχέσεως εργασίας

Η υπερημερία του εργοδότη παύει και οι για τον εργαζόμενο συνέπειες της επισχέσεως της εργασίας του εξαντλούνται, είτε με την καταβολή των οφειλόμενων σ' αυτόν, είτε με την εκπλήρωση του ουσιώδους όρου της συμβάσεως είτε κατόπιν συμφωνίας με τον εργαζόμενο (ΕφΠειρ 769/2000 ΔΕΕ 2001,198, ΕφΑθ 8528/2003).
Εξ ετέρου, ο εργοδότης κατά την πληρωμή του μισθού και τη χορήγηση εκκαθαριστικού σημειώματος έχει το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργαζόμενο να υπογράψει εξοφλητική απόδειξη (ΑΚ 424). Η εν λόγω απόδειξη για να μπορεί να ληφθεί υπόψη, πρέπει να είναι αναλυτική και λεπτομερής, να αναφέρει δηλαδή τα επιμέρους ποσά, που απαρτίζουν τις καταβληθείσες αποδοχές του εργαζομένου καθώς επίσης και την αιτία της καταβολής τους, στοιχεία, τα οποία, οπωσδήποτε για το ορισμένο της, πρέπει να περιέχει και η εκ μέρους του εναγόμενου εργοδότη προβαλλόμενη ένσταση εξοφλήσεως των εργασιακών απολαβών, κατά τις συνδυαστικά εφαρμοζόμενες διατάξεις ΑΚ 419 και ΚΠολΔ 262 παρ. 1 (ΑΠ 24/2000 ΕλΔ 41,720).

Δικαιώματα εργοδότη στην περίπτωση ασκήσεως του δικαιώματος επισχέσεως εργασίας – Καταγγελία σύμβασης εργασίας

Αυτονόητο είναι ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να θεωρήσει ότι ο εργαζόμενος, ο οποίος άσκησε νομίμως το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, εγκατέλειψε αυθαιρέτως τη θέση του και συνακόλουθα να θεωρήσει ότι αυτός (ο εργαζόμενος) κατήγγειλε την εργασιακή σύμβαση ώστε, εφόσον πρόκειται για σύμβαση αορίστου χρόνου, να απαλλαγεί από την υποχρέωση του προς καταβολή της, κατά τις διατάξεις του Ν. 21 12 / 20 και 3198/1955, οφειλόμενης αποζημίωσης απολύσεως.
Ο εργοδότης δικαιούται βέβαια να καταγγείλει, και ύστερα από τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως, την εργασιακή σύμβαση, υποχρεούμενος όμως να καταβάλλει την οφειλόμενη αποζημίωση και αποκρουόμενος με την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματός του, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα. Αν η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης δεν γίνει σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπως στην περίπτωση εργοδότη νομικού προσώπου από όργανο του εργοδότη που έχει αυτή την εξουσία ή δεν καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση ή αν η καταγγελία κριθεί καταχρηστική, ο εργοδότης πάλι περιέρχεται μη αποδεχόμενος την παροχή της εργασίας σε υπερημερία και οφείλει, όσο αυτή διαρκεί, τις αποδοχές του εργαζομένου, σαν ο τελευταίος να εργαζόταν κανονικά ( Εφ.Αθ. 7027 /1991 Δ/νη 1993 .177, Εφ.Αθ. 11510 /1989 Νο.Β. 1990.651 ).

Πότε λογίζεται η άρνηση ή καθυστέρηση καταβολής του μισθού ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας

Η άρνηση ή καθυστέρηση καταβολής εκ μέρους του εργοδότη του μισθού δεν θεωρείται, κατ' αρχή, ότι αποτελεί καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Όμως, γίνεται πάγια δεκτό ότι μπορεί ακόμη και σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, η άρνηση ή η καθυστέρηση αυτή να θεωρηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι δημιουργεί βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, οπότε ο μισθωτός δικαιούται να αποχωρήσει από την εργασία του και να αξιώσει τη σχετική αποζημίωση (άρθρο 7 Ν 2112/1920 - Καραμπάγιας, ό.π.). Πάντως, η καθυστέρηση ή η άρνηση καταβολής των αποδοχών για να θεωρηθεί ότι συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας πρέπει να είναι αδικαιολόγητη και να προέρχεται από κακοτροπία, να είναι υπαίτια και να μην οφείλεται σε οικονομική δυσχέρεια ή άλλη περιουσιακή αδυναμία του εργοδότη (βλ. Καραμπάγια, ό.π. ΑΠ 725/1977 ΝοΒ 26,478).

Καταβολή ασφαλιστικών εισφορών ΙΚΑ κατά την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας

Κατά την διάταξη της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του αν.ν. 1846/1951 (Α΄ 179), όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 4476/1965 (Α΄ 103), στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τα πρόσωπα τα οποία παρέχουν εντός των ορίων της χώρας, κατά κύριο επάγγελμα, εξαρτημένη εργασία έναντι αμοιβής. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 2, τα ασφαλιζόμενα πρόσωπα συνεχίζουν την υπαγωγή τους στην ασφάλιση και κατά την διάρκεια του χρόνου κατά τον οποίο δικαιωματικώς ή για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή τους δεν προσφέρουν εξαρτημένη εργασία, πλην λαμβάνουν εν όλω ή εν μέρει τις αποδοχές τους από τον εργοδότη (άδεια, στράτευση). Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του ως άνω αναγκαστικού νόμου, ως ημέρες εργασίας νοούνται οι ημέρες κατά τις οποίες οι ασφαλισμένοι από την υπαγωγή τους στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. δικαιούνται αμοιβή, σε χρήμα ή σε είδος, για εργασία που παρέχεται κατά τους ορισμούς του ανωτέρω άρθρου 2 ή οι ημέρες κατά τις οποίες δικαιούνται, κατά την κείμενη νομοθεσία, αμοιβή, χωρίς πραγματική παροχή υπηρεσιών (στράτευση, άδεια).
Επειδή, ο κανόνας που τίθεται με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 και 8 παρ. 2 του αν.ν. 1846/1951, ότι δηλαδή ημέρες εργασίας υπαγόμενες στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. θεωρούνται και οι ημέρες κατά τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, αμοιβή αν και δεν εργάζεται, εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία θεσπίζεται από τον νόμο υποχρέωση του εργοδότη προς καταβολή της αμοιβής του εργαζομένου, χωρίς ο τελευταίος να παρέχει την εργασία του (πρβ. ΣτΕ 4445/1998, 4449/1995, 659/1991, 28/1990, 480/1987, 3307/1971, 386/1965, 1542/1962 κ.ά.). Τέτοια είναι και η κατά τα άρθρα 325 και 656 του Αστικού Κώδικα περίπτωση αποχής του εργαζομένου από την εργασία του λόγω παραβάσεως από τον εργοδότη της υποχρεώσεώς του για έγκαιρη καταβολή του οφειλόμενου μισθού και, συνεπεία τούτου, ασκήσεως από τον εργαζόμενο του δικαιώματος επισχέσεως, με συνέπεια να καθίσταται στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υπερήμερος ως προς την αποδοχή της προσφερόμενης εργασίας. Επομένως, εφ' όσον κατά τον χρόνο της επισχέσεως παραμένει άθικτη η υποχρέωση καταβολής του μισθού, παραμένει ενεργός και η ασφαλιστική σχέση του εργαζομένου, η οποία συνεχίζει να λειτουργεί υπό τους ίδιους όρους και με όλες τις συνέπειες από την άποψη καταβολής εισφορών στο Ι.Κ.Α., δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός της μη πραγματικής απασχολήσεως του εργαζομένου, ο οποίος διατηρεί το σύνολο των δικαιωμάτων που θα απολάμβανε αν είχε εξελιχθεί ομαλά η σύμβαση εργασίας (ΣΤΕ 2987/2009).

Επίσχεση εργασίας στην περίπτωση μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας

Ο εργαζόμενος που αποκρούει τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του από τον εργοδότη και εμμένει στη σύμβαση με τους προϋφιστάμενους όρους, μπορεί να ζητήσει μισθούς υπερημερίας από τον εργοδότη, εφόσον ισχυρισθεί και αποδείξει ότι εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του με τους αρχικούς όρους, αξιώνοντας την τήρηση αυτών και ότι ο εργοδότης δεν αποδέχθηκε την προσφορά αυτή. Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος δικαιούται να προβεί σε επίσχεση της εργασίας του (άρθρο 325 ΑΚ) και προς εξασφάλιση οφειλόμενων μισθών υπερημερίας και συνεπώς αν έγινε τέτοια επίσχεση ο εργοδότης τελεί σε υπερημερία, χωρίς να απαιτείται, κατά τη διάρκεια της επισχέσεως, πραγματική προσφορά των υπηρεσιών του εργαζομένου και απόκρουση αυτών από τον εργοδότη.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια