Ο Δημήτρης Μπουραΐμης για την επέτειο της Απελευθέρωσης της Αττικής

Τοποθέτηση του Δημήτρη Μπουραΐμη για την επέτειο της Απελευθέρωσης της Αττικής από τους χωρικούς υπό την ηγεσία του καπετάν Μελέτη Βασιλείου από τη Χασιά (Φυλή)


Καθήκον ιερό μας επιβάλλει να θυμηθούμε έναν συμπατριώτη μας, ένα γνήσιο τέκνο του τόπου μας, που η ιστορία και ο λαός μας του οφείλουν πολλά. Τον καπετάν Μελέτη Βασιλείου. Έναν γνήσιο αγωνιστή με καρδιά λιονταριού που, πλήθος στοιχείων, τον έκαναν σπουδαίο: η υπέρμετρη φιλοπατρία, η βαθιά εθνική του συνείδηση, το παλικαρίσιο φρόνημα, η γενναιότητα και η αφοβία του θανάτου.

Το πέρασμα του δικού μας καπετάν Μελέτη από τη ζωή άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην πορεία της Επανάστασης του 21’, αλλά και σε ολόκληρη τη γη της Αττικής που αγάπησε βαθιά και θέλησε να απελευθερώσει από την τούρκικη σκλαβιά. Απλός άνθρωπος στην καταγωγή, από οικογένεια φτωχών δουλευτάδων της γης, χωρίς βαρύ όνομα και αρχοντικά κιτάπια, κατάφερε να γίνει, χάρη στην εξυπνάδα και στην αξιοσύνη του, ο πιο σημαντικός παράγοντας της ελληνικής επανάστασης στην Αττική και πρωταγωνιστής στον ξεσηκωμό της περιοχής μας.

Ο Βασιλείου, έχοντας οργανώσει στο μυαλό του σχέδιο εξαιρετικής πρωτοτυπίας και διπλωματικής μαεστρίας, έπεισε τον «βοεβόδα» της Αθήνας να αναγνωρίσει την Χασιά ως «δερβενλίκι» και να του αναθέσει την φρούρησή του. Από τη θέση αυτή και πίσω από τις
πλάτες των Τούρκων, προετοίμασε με απίστευτη στρατηγική και διακριτικότητα την επανάσταση στην Αθήνα και τα περίχωρά της. Μόλις η σπίθα του αγώνα άναψε στον Μοριά, ο Καπετάν Μελέτης που ήδη είχε οργανώσει σώμα από χίλιους διακόσιους αρματωμένους ραγιάδες, στρατοπέδευσε στο Μενίδι και περίμενε εντολή της Φιλικής Εταιρείας για να μπει στην Αθήνα.

Μετά από διαταγή του Υψηλάντη, την νύχτα της 25ης προς 26η Απριλίου του 1821, ο Βασιλείου και οι άντρες του μπήκαν στην Αθήνα τρομοκρατώντας τους Τούρκους, που αναγκάστηκαν έντρομοι να κλειστούν στην Ακρόπολη για να σωθούν.  Ο Βασιλείου, μέσα σε μια νύχτα, βρέθηκε να κυριαρχεί στην Αθήνα και η επανάσταση στην ανατολική Στερεά Ελλάδα κατάφερε μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες της, που όμως δεν τις εκμεταλλεύτηκε όσο χρειαζόταν, ώστε να μπορέσει να καθιερωθεί σ’ ένα τόσο νευραλγικό κομμάτι για την έκβαση του αγώνα, όπως η Αττική.

Παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά η Αθήνα είχε απελευθερωθεί, η αιώνια κατάρα που κυνηγάει τον ελληνισμό, η διχόνοια, αλλά και η μεγαλομανία ορισμένων προσώπων και οι ταξικές αγκυλώσεις και περιχαρακώσεις που ταλάνιζαν την Επανάσταση σε όλα της τα χρόνια, οδήγησαν την τεράστια επιτυχία του Βασιλείου σε πρακτικό μαρασμό. Η επιτυχία έμεινε ανεκμετάλλευτη, καθώς οι κοτζαμπάσηδες της Αθήνας δεν είδαν με καλό μάτι την κυριαρχία των κουρελήδων μαχητών της Αττικής και του ξύπνιου αρχηγού τους στην πόλη. Με συνεχείς παρεμβάσεις προς τη φιλική εταιρεία, οι κοτζαμπάσηδες, κατάφεραν να παραγκωνίσουν με διαβολές τον Βασιλείου από αρχηγό της επανάστασης στην Αθήνα, αφήνοντας σε αυτόν και τους άντρες του δευτερεύοντα ρόλο στον αγώνα. Παράλληλα, η αρχηγία της Αττικής έμεινε στα χέρια άπειρων και ξενοφερμένων αρχηγίσκων χωρίς προσόντα που ζήμιωσαν την Επανάσταση.

Ο Βασιλείου, όμως, δεν το έβαλε κάτω. Παρά την πικρία του συνέχισε με πατριωτική καρτερία να πολεμά τους Τούρκους, όπου κι αν χρειάστηκε, μέχρι το 1826 όπου έπεσε θύμα του πατριωτισμού του. Ήταν τότε που ο σπουδαίος αυτός αγωνιστής, βλέποντας τον Κιουταχή να αιματοκυλάει τη Στερεά Ελλάδα μετά την πτώση του Μεσολογγίου, δεν κρατήθηκε. Παραμέρισε  τους κοτζαμπάσηδες – κήρυκες της υποταγής – και ορισμένους ριψάσπιδες οπλαρχηγούς που έσπευσαν να συμμαχήσουν με τον εχθρό και ρίχτηκε στον αγώνα. Πάσχισε σα θεριό, με κάθε τρόπο, να ενθαρρύνει αυτούς που κιότεψαν, ν’ αντικρούσει την ηττοπάθεια των αρχόντων, επιμένοντας ότι έπρεπε να οργανώσουν αντίσταση στην Ακρόπολη και σ’ ολάκερη την Αττική με κλεφτοπόλεμο κατά του Κιουταχή. Όμως οι κήρυκες της υποταγής, αυτές οι φαρμακερές σειρήνες των συμφερόντων που δηλητηριάζουν κάθε εθνικό αγώνα, ακούστηκαν και πάλι  δυνατά στ΄ αυτιά των απελπισμένων, σπέρνοντας το μίσος και την διχόνοια ανάμεσα στον λαό. Ακόμα και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Χασιά, τα μισαλλόδοξα συμφέροντα όπλισαν τα χέρια των φανατικών εχθρών του, που μια μέρα του Μάη του 1826, πάνω σ’ έναν ανούσιο καυγά, ξάπλωσαν στην ανοιξιάτικη γη το αντρειωμένο παλικάρι, τον αρχηγό των ξωμάχων της Αττικής γης.

Το έργο του, όμως, δεν σταμάτησε εκεί. Το συνέχισαν μέχρι τέλους τ’ αδέρφια του, ο Γιάννης και ο Θανάσης Βασιλείου, κάτω από τις διαταγές του μεγάλου Καραϊσκάκη και μαζί μ’ έναν στρατό χιλιάδων παλικαριών από ολάκερη την Ελλάδα.

Ο Χατζημελέτης Βασιλείου ήταν από εκείνες τις ιερές μορφές του αγώνα του ελληνισμού κατά του σκότους και της σκλαβιάς, που πλήρωσε με το αίμα του την βαθιά του πίστη στα ιδανικά της πατρίδας και της ελευθερίας. Δεν έπεσε από βόλι ξένου εχθρού. Ήταν θύμα των συμφερόντων που καπηλεύτηκαν τον εθνικό μας αγώνα. Ήταν θύμα μιας φρικτής λογικής διαχωρισμού των αγωνιστών του ‘21 σε γαλαζοαίματους και ξωμάχους, σε άρχοντες Φαναριώτες και λαϊκούς Καπεταναίους. Η λογική αυτή στοίχισε βαριά στην Επανάσταση, καθώς έσπασε την κοινωνική συνοχή που απαιτούσε ένας τόσο μεγάλος αγώνας και αποπροσανατόλισε τους Έλληνες από τους πραγματικούς τους στόχους, δημιουργώντας πλασματικούς εχθρούς και δηλητηριάζοντας την ομοψυχία και την συλλογικότητα που τόση ανάγκη είχε ο τόπος.

Για μας τους σύγχρονους Έλληνες, η ζωή και η δράση του Καπετάν Μελέτη Βασιλείου πρέπει να αποτελέσουν παράδειγμα ενότητας, φιλοπατρίας και τοπικής συνείδησης. Πρέπει να μας κάνουν να προβληματιστούμε προοδευτικά και να επικαιροποιήσουμε τα διδάγματα και τους στόχους των αγώνων του. Οφείλουμε να ανακαλύψουμε και να προβάλουμε τα στοιχεία εκείνα της εθνικής και τοπικής μας ταυτότητας που μας κάνουν ξεχωριστούς. Να εμπνευστούμε από την ιστορία και τους αγώνες των προγόνων μας και σε μια εποχή δύσκολη για την χώρα μας να επενδύσουμε στις δυνάμεις μας, αυτές τις δυνάμεις που μας έβγαλαν νικητές μέσα από τα χιλιάδες χρόνια της ιστορίας της φυλής μας. Να ανακαλύψουμε τα αίτια που έκαναν το λαό μας παγκόσμιο σύμβολο, ελευθερίας, δημοκρατίας και αυτοδιάθεσης, ορόσημο πολιτισμού και φορέα πανανθρώπινων αξιών.


Να αντιληφθούμε, ότι όσο αυτός ο τόπος, θα βγάζει άντρες σαν τον Καπετάν Μελέτη, ο ελληνισμός θα συνεχίζει να υπάρχει σε πείσμα πολλών και να ακτινοβολεί στα πέρατα του κόσμου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια