Οι δείκτες των ρολογιών έδειχναν 14:57, πριν από 18 χρόνια, όταν τα Ρίχτερ συντάραξαν το λεκανοπέδιο.



Είχε προηγηθεί ένας υπόκωφος θόρυβος που προμήνυε τα όσα μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα θα συνέβαιναν. Η γη άρχισε να σείεται, το ηλεκτρικό ρεύμα κόπηκε αυτόματα, και δεκάδες κτίρια άρχισαν να πέφτουν σαν τραπουλόχαρτα.



Η Αθήνα είχε χτυπηθεί από τον Εγκέλαδο. Ο σεισμός της Πάρνηθας, εντάσεως 5,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, άφησε πίσω του 143 νεκρούς, 700 τραυματίες, 40.000 άστεγες οικογένειες και πολλά κατεστραμμένα κτίρια. 

Ημέρα θλίψης, μνήμης, αλλά και οργής. Για τους ανθρώπους που έχασαν άδικα τη ζωή τους στα συντρίμμια της Ρικομέξ και της πολυκατοικίας στη Νέα Φιλαδέλφεια, χωρίς κανείς να τιμωρηθεί για τις εγκληματικές αμέλειες και κακοτεχνίες.

Πρόκειται για την μεγαλύτερη τραγωδία που έπληξε την Αττική από την εποχή των πολέμων. Τον πανικό των πρώτων λεπτών διαδέχτηκαν οι απεγνωσμένες προσπάθειες των σωστικών συνεργείων να εντοπίσουν ζωές κάτω από τα χαλάσματα. 

Κοντά στους διασώστες της ΕΜΑΚ, συνεργεία από δεκάδες χώρες, που νυχθημερόν έψαχναν για μια ένδειξη ζωής. Και αυτή δεν άργησε να φανεί. Δεκάδες άνθρωποι απεγκλωβίστηκαν σώοι. Δεκάδες ιστορίες που συγκλόνισαν. Μια από αυτές, του 10χρονου τότε Τζαννή Πολυκανδριώτη, ο οποίος ανασύρθηκε ζωντανός από τα συντρίμμια της πολυκατοικίας όπου διέμενε με την οικογένειά του, μετά από 24 ώρες. Την ίδια τύχη, ωστόσο, δεν είχε ο πατέρας του. Έχασε τη ζωή του καλύπτοντας με το σώμα του τα δυο του παιδιά. 

πηγη :zougla.gr

Το έπος της ανθρωπιάς γράφτηκε στα χαλάσματα

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  seismosathinamessr.jpg Εμφανίσεις:  648 Μέγεθος:  28,9 KB 

Η Σάντρα, ο Παναγιώτης, ο Θωμάς είναι οι ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για να σώσουν τους άλλους. Εκατοντάδες ακόμη κινδύνευσαν στα ερείπια για να μη χαθούν ζωές. Έγκυος μπήκε στα ερείπια για να γλιτώσει 92χρονο γέροντα

Η Σάντρα θάφτηκε κάτω από τα ερείπια της Ρικομέξ. Ήταν η πιο ψύχραιμη από τους εγκλωβισμένους. Συνεργάστηκε με τους πυροσβέστες. Έδωσε κουράγιο στους άλλους. Όταν οι φίλοι της ανασύρθηκαν ζωντανοί, εκείνη περίμενε τη σειρά της. Δεν άντεξε όμως. Την ίδια στιγμή στη Μεταμόρφωση ο Παναγιώτης σκέπασε τα παιδιά του με το τεράστιο σώμα του. Τα κράτησε στη ζωή. Και αυτός χάθηκε λίγο μετά. Εκεί κοντά ένας 16χρονος αθλητής όρμησε στα χαλάσματα για να βγάλει τον αδελφό του. Ούτε αυτός είχε τύχη.

Σαν τη Σάντρα, τον Παναγιώτη, τον Θωμά, εκατοντάδες άνθρωποι στις σεισμόπληκτες περιοχές προσπάθησαν να προσφέρουν βοήθεια. Με κίνδυνο της ζωής τους. Ακόμη και μια έγκυος δεν δίστασε να μπει στα ερείπια για να σώσει έναν παππού 92 χρόνων.

Όλοι προσπάθησαν. Η δασκάλα του παιδικού σταθμού στο Μενίδι, ο παππούς στην οδό Ψυχάρη που έπεσε πάνω στην εγγονή και την έσωσε, ο οδηγός του λεωφορείου στο Μενίδι που έβλεπε την πολυκατοικία να πέφτει πάνω του και αυτός να προσπαθεί να βγάλει έξω τους επιβάτες. Ο κωφάλαλος πατέρας που όρμησε στο σπίτι και πήρε τα δύο παιδιά του και τα έσωσε.

Και δεν είναι μόνο οι συγγενείς που έτρεξαν να βοηθήσουν. Ήταν οι γείτονες, ήταν περαστικοί που, αν και δεν γνώριζαν τίποτε, αψήφησαν κάθε κίνδυνο και άπλωσαν το χέρι τους. Και ήταν οι πρώτοι που έφθασαν στα γκρεμισμένα σπίτια, τις κρίσιμες ώρες, απεγκλωβίζοντας πάρα πολλούς. Όπου και αν πήγαινες στο Μενίδι, τα Λιόσια, τη Μεταμόρφωση, άκουγες παντού ότι ο απλός ο κόσμος κινητοποιήθηκε, τουλάχιστον στις απλές περιπτώσεις, και ανέσυρε ανθρώπους ζωντανούς.

Οι περισσότεροι από αυτούς είδαν τα σπίτια τους να καταστρέφονται, όμως ούτε που σκέφθηκαν να φύγουν μακριά, να δουν τι θα κάνουν. Επίσης πολλοί από αυτούς δεν είχαν νέα για τους δικούς τους και συνέχιζαν να ψάχνουν. Και να χειροκροτούν κάθε φορά που από τα ερείπια έβγαζαν ζωντανούς ανθρώπους. Και ήταν πολλά τις πρώτες ώρες τα χειροκροτήματα...
«Νόμιζα ότι θα γεννούσα, αλλά έπρεπε να βγάλουμε έξω τον παππού»

«Έπινα καφέ με την Στέλλα. Είχαμε βγει στην πιλοτή. Έτσι κάνουμε κάθε μέρα εδώ και τέσσερις μήνες που μένουμε μαζί. Ο άνδρας μου είναι ναυτικός. Κάποια στιγμή νιώσαμε τη γη να τρέμει. Τρέξαμε προς την εξώπορτα. Όμως μέσα στον πανικό θυμήθηκα τον παππού. Από παντού στο σπίτι έπεφταν σοβάδες. Νόμιζα ότι θα γεννούσα εκείνη την ώρα. Παρ' όλα αυτά μπήκαμε μέσα. Πήραμε τον παππού. Είχε πέσει από το κρεβάτι και είχε αίματα στο κεφάλι»... Η 28χρονη ’ννυ Όλσαν από την Σουηδια θυμάται, ήρεμη πια, την ώρα του σεισμού.

Τώρα κοιμάται σε σκηνή και ας είναι έγκυος στον έβδομο μήνα. Και όμως προκειμένου να σώσει τον 92χρονο Γιώργο Τσακίρη δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή την κατάστασή της. «Το μόνο που μου ήρθε στο μυαλό τότε ήταν να τον σώσουμε. Είναι κατάκοιτος και ήταν αδύνατο να έκανε κάτι μόνος του», λέει. Η κυρία Στέλλα Τσακίρη, η γυναίκα που την φιλοξενεί, έτρεχε προς τον πατέρα της αλλά είχε και το νου της μήπως συμβεί τίποτε στην ’ννυ. «Έπρεπε να σώσω τον πατέρα μου. Η ’ννυ ήρθε μαζί μου. Σκεφτόμουν μήπως πάθει κανένα κακό, ευτυχώς όλα πήγαν καλά».

Και μπορεί η 28χρονη να μην φοβήθηκε να μπει στο σπίτι την ώρα του σεισμού, τώρα όμως δεν θέλει να πλησιάσει καν. Μιλάει συνεχώς με τον άνδρα της. Και το μόνο που θέλει είναι να γυρίσει πίσω και να αλλάξουν γειτονιά.

Οι «Φίλοι του Δάσους» έδωσαν μάχη και στα συντρίμμια

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  b_seismos_athinas.jpg Εμφανίσεις:  1925 Μέγεθος:  23,9 KB 

Στις 4.15 της περασμένης Τρίτης το πρώτο κλιμάκιο των εθελοντών από τους «Φίλους του Δάσους» ήταν στην κατάρρευση της οδού Πάρνηθος και βοηθούσε τους άνδρες της Πυροσβεστικής στον απεγκλωβισμό επιζώντων!

Αμέσως, την ώρα που οι επικοινωνίες ήταν «νεκρές» στην πόλη, μέσω των ασυρμάτων που διαθέτουν ειδοποιήθηκαν και κινητοποιήθηκαν εκτός από τα 36 μέλη της «2ΔΑΚ» (σημαίνει Δύναμη Αντιμετώπισης Καταστροφών) και δεκάδες άλλοι. Μια ομάδα βρέθηκε και στη Ρικομέξ, να δουλεύει δίπλα στο γαλλικό συνεργείο διάσωσης. Ανάμεσά τους κι ο Γιάννης Χαρμπίλας, ο οποίος από τον φόβο του σεισμού είχε μαζί του στο αυτοκίνητο και τη σύζυγό του Καρμέλα (επίσης εθελόντρια) και τα δυο του παιδιά. Όταν κάποια στιγμή το πρόβλημα της επικοινωνίας, λόγω γλώσσας, έγινε έντονο, η εθελόντρια βρέθηκε πάνω στα ερείπια.

Ήταν η πρώτη εμπειρία των «Φίλων του Δάσους» * του συλλόγου που δημιούργησε το '83 μια παρέα 21 ραδιοερασιτεχνών με ευαισθησία για το περιβάλλον * με καταστροφή από σεισμό. Βρέθηκαν όμως προετοιμασμένοι. «Έχουμε περάσει κατά καιρούς εκπαίδευση στη Σχολή Πυροσβεστικής, σε σχολεία ειδικών δυνάμεων και σεμινάρια Πρώτων Βοηθειών», εξηγεί ο πρόεδρος Δημ. Περγάλης.

Λίγο πριν από τον σεισμό ήταν στο αρχηγείο της Πυροσβεστικής, στην οδού Μουρούζη, και δέχονταν τα προσωπικά συγχαρητήρια του Πρωθυπουργού, του υπουργού Δημόσιας Τάξης και του αρχηγού της Π.Υ., για την ουσιαστική συμβολή του στη δασοπυρόσβεση!

πηγη :clubs.pathfinder.gr

Eύη Σοφίλου: Zω με την προσδοκία της δίκης αυτών που μας κατέστρεψαν * 4 μηχανικοί - μόνο - θα καθίσουν τελικά στο εδώλιο...

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  dλspphoto.jpg Εμφανίσεις:  1161 Μέγεθος:  4,7 KB 

Δικαιοσύνη για τα θύματα της Pικομέξ

«Σαράντα απώλειες ανθρώπων κουβαλάω στην ψυχή μου...»
ΑΡΕΤΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Ένα δευτερόλεπτο! Τόσο ακριβώς χρειάστηκε για να καταρρεύσει το εργοστάσιο της Ρικομέξ και να «ρουφήξει» 40 ζωές μέσα στα ερείπιά του, στον μεγάλο σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου του '99. «Ένα δευτερόλεπτο, ούτε κλάσμα παραπάνω! Το εργοστάσιο κατέρρευσε ταυτόχρονα με το βουητό, πριν καν έρθει ο σεισμός και φυσικά πριν αρχίσει η επιτάχυνσή του...».

Εύη Σοφίλου: «H Ρικομέξ δεν έπεσε από τον καταστροφικό σεισμό. Έπεσε από τις κακοτεχνίες της. Θα έπεφτε ακόμη κι αν γινόταν πάρτι στον πρώτο όροφο...»

Η αλήθεια της 35χρονης Εύης Σοφίλου είναι αυτά που θα καταγγείλει στη δίκη των υπευθύνων της Ρικομέξ που «επιτέλους προσδιορίστηκε - και όλοι ελπίζουν να μην αναβληθεί και πάλι - για τις 21 Νοέμβρη! «Με το αστικό μέρος της υπόθεσης, προσωπικά δεν ασχολήθηκα καθόλου. Αλλά αυτή τη στιγμή πραγματικά ζω με την προσμονή αυτής της δίκης και την απόδοση δικαιοσύνης. Είναι η πρώτη φορά, ύστερα από 4 ολόκληρα χρόνια, που ενεργοποιήθηκα, άντεξα να δω τις κασέτες, συμπλήρωσα κομματάκι κομματάκι το παζλ της μνήμης μου, φτιάχνω τις σημειώσεις μου. Για ένα είμαι απόλυτα σίγουρη. H Ρικομέξ δεν έπεσε από τον καταστροφικό σεισμό. Έπεσε από τις κακοτεχνίες της. Θα έπεφτε σαν χάρτινο κατασκεύασμα ακόμη κι αν γινόταν πάρτι στον πρώτο όροφο...».

Όχι λήθη.Όχι, δεν το άφησε πίσω της, δεν το ξεπέρασε, ούτε το προσπέρασε. Τέσσερα χρόνια μετά, η Εύη έχει συνειδητοποιήσει «ότι δεν μπορώ και δεν έχω δικαίωμα να ξεχάσω. Ό,τι έγινε εκείνη την ημέρα είναι ένα κομμάτι της ζωής μου και θα με ακολουθεί. Στην αρχή προσπαθούσα να το ξεχάσω, να το "θάψω" αλλά διαπίστωσα πως αυτό δεν γίνεται. Και χρειάστηκα τρία χρόνια ψυχανάλυσης και θεραπείας για να τακτοποιήσω τα γεγονότα μέσα μου και να αποδεχθώ πως πρέπει να συνεχίσω τη ζωή μου ζώντας και με αυτό»!

Δεν είναι πια η «τρύπα» στην οποία έζησε παγιδευμένη 46 εφιαλτικές ώρες που δεν μπορεί να ξεχάσει η Εύη: «Όχι, το πρόβλημά μου δεν είναι η τρύπα. Είναι οι σαράντα άνθρωποι που χάθηκαν. Σαράντα πένθη, σαράντα απώλειες κουβαλώ στην ψυχή μου. Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορούσα να χαρώ για τη διάσωσή μου. Ένιωθα τύψεις. Γιατί να σωθώ εγώ και όχι κάποιος άλλος, σκεφτόμουν και βασανιζόμουν. Έπρεπε μήπως να επιζήσω γιατί ήμουν μαμά και είχα δρόμο μπροστά μου; Μα εκείνη την ημέρα χάθηκαν τόσες μανούλες δίπλα μου! Είμαι ίσως η τελευταία που μπορώ να απαντήσω τι σημαίνει η λέξη "διασωθείσα", αλλά θέλω να πιστεύω ότι διασώθηκα για κάποιο λόγο, για κάποιο σκοπό...».

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  345985_b.jpg Εμφανίσεις:  1219 Μέγεθος:  29,9 KB 

Τέσσερα χρόνια μετά, η Εύη Σοφίλου θεωρεί ότι δεν έχει δικαίωμα να ξεχάσει ό,τι έγινε στη Ρικομέξ

Τρεις από 43. Ήταν όλοι σχεδόν συνάδελφοί της. Τους ήξερε οκτώ χρόνια. Ήξερε τις γυναίκες, τους άνδρες, τα παιδιά τους: «Ήμασταν 43 άνθρωποι της Ρικομέξ εκείνη την ώρα στο κτίριο. Επιζήσαμε τρεις. Το φοβερότερο για μένα είναι ότι δίπλα, πάνω ή κάτω από μένα, σε άλλες "τρύπες" υπήρχαν ζωντανοί, για τις ίδιες, λιγότερες ή και περισσότερες ώρες, συνάδελφοί μου που στο τέλος δεν διασώθηκαν! Ήταν ζωντανοί όπως ήμουν και εγώ και μπορώ να ξέρω τις σκέψεις, τις προσδοκίες, τις ελπίδες τους... ».

Η τύχη και οι συγκυρίες ευνόησαν εκείνη και όχι εκείνους. Θυμάται τη βουή πριν από τον σεισμό, τον εαυτό της να πετάγεται με δυο δρασκελιές στη σιδερένια σκάλα - «που με "σκότωσε" και με έσωσε» -. «Ήμουν στον ημιώροφο, το ισόγειο χάθηκε από τα μάτια μου, οι τηλεφωνήτριες χάθηκαν κι αυτές με το κουβούκλιό τους από τα μάτια μου - βρέθηκαν μετά στο δεύτερο υπόγειο. Το κτίριο έπεσε με τη βουή! Και μας "ρούφηξε" μέσα σε ένα και όχι σε πέντε δευτερόλεπτα που λένε οι εμπειρογνώμονες...».

Τρεις εγχειρήσεις και ένα ακόμα ανεύρυσμα στις καρωτίδες...

Βγήκε ζωντανή, αλλά «συντρίμμια», μέσα από τα συντρίμμια. «Δεξιά το κρανίο μου δεν υπήρχε, είχε συνθλιβεί. Ουσιαστικά δεν υπήρχε ούτε το ένα μου μάτι. Στην αρχή υποβλήθηκα σε αποσυμπίεση κρανίου και μετά σε πλαστική από τους γιατρούς που "έκτισαν" κομμάτι κομμάτι το κρανίο μου, παίρνοντας και οστά από τη μύτη μου και ύστερα τοποθέτησαν το μάτι που φυσικά δεν "έβλεπε". Τους πρώτους μήνες αλλού κοίταζα και αλλού έβλεπα, είχα διπλωπία και υποβαλλόμουν διαρκώς σε ορθοπτικές ασκήσεις. Έξι μήνες αργότερα, σε μαγνητική τομογραφία που επέμενε να κάνω ο οφθαλμίατρός μου ο κ. Γεωργαράς, διαπιστώθηκε ότι είχα και ανεύρυσμα στον εγκέφαλο - κάτι που δεν είχαν δει οι νευροχειρουργοί. Μου έσωσε τη ζωή. Υποβλήθηκα σε νέα μεγάλη επέμβαση με κρανιοτομή και μου τοποθέτησαν "κλιπ ανευρύσματος" στον εγκέφαλο. Ανεύρυσμα από την συμπίεση στα ερείπια έχω και στην καρωτίδα, αλλά δεν αντέχω να ξαναχειρουργηθώ...».

Έχει και κάποια άλλα «μικροπροβλήματα», όπως τα αποκαλεί, «ένα καρούμπαλο στο δεξί πόδι, ημικρανίες και βαρηκοΐα στο ένα αυτί», αλλά όλα αυτά φαντάζουν «αστεία» μπροστά στο γεγονός της επιβίωσής της. Είναι ζωντανή κι απολαμβάνει την κάθε μέρα της ύπαρξής της μαζί με τον σύντροφό της, τον δημοσιογράφο Χρήστο Βασιλόπουλο και τον Βασίλη, τον μοναχογιό τους: «Είμαι καλά, είμαι ήρεμη, χαίρομαι το δώρο της ζωής και μπορώ πια να αντιμετωπίσω τα πάντα...».

H Εύη δεν εργάζεται πια - πήρε αναπηρική σύνταξη. Αλλά ακόμη και γι' αυτό βίωσε και βιώνει μια απίστευτη ταλαιπωρία. Στην αρχή και για δυο χρόνια περνούσε κάθε δυο μήνες από επιτροπή του IKA Αμαρουσίου. Της χορηγήθηκε τελικά η ανώτερη αναπηρική σύνταξη - με 80% αναπηρία - αλλά και πάλι «οφείλω να περνώ κάθε δύο χρόνια και για τα επόμενα 12 από επανεξέταση επειδή είμαι... νέα! Αυτό είναι το κράτος δικαίου που έχουμε...».

Οι περισσότεροι περιμένουν την απόφαση του Εφετείου

Όλες σχεδόν οι αγωγές των συγγενών των θυμάτων, κατά των υπευθύνων της Ρικομέξ, έγιναν με τον συντομότερο τρόπο - μέσα από το Τμήμα Εργατικών Διαφορών. Όλες έχουν εκδικαστεί πρωτόδικα, ήταν όλες καταδικαστικές για τη Ρικομέξ και τους μηχανικούς της και αυτή τη στιγμή οι περισσότεροι περιμένουν να γίνει το Εφετείο ή την απόφαση του Εφετείου. Την απόφαση του Εφετείου περιμένουν και η Εύη Σοφίλου με τον Χρήστο Βασιλόπουλο. Πρωτόδικα επιδικάστηκε αποζημίωση 250.000 ευρώ στην Εύη, δίχως όμως να αναγνωριστεί ο «ενδεχόμενος δόλος», με επακόλουθο «να μην υπάρχει πρόβλεψη για κάλυψη των ιατρικών εξόδων και της απώλειας μισθού για την Εύη, να εκπνεύσει το τετράμηνο που προβλέπει ο νόμος για την απόφαση του Εφετείου, εκπνέει και ο Οκτώβριος και απόφαση δεν έχουμε δει ακόμα», εξηγεί ο Χρήστος Βασιλόπουλος.

Από τους 11, τέσσερις... Από τους έντεκα υπευθύνους της Ρικομέξ που παραπέμφθηκαν με το αρχικό βούλευμα, έμειναν έξι στο βούλευμα που ακολούθησε - θεωρήθηκαν ως μη υπεύθυνοι όλα τα μέλη του Δ.Σ.! Και από τους έξι, θα φτάσουν στη δίκη μόνο τέσσερις μηχανικοί! Τόσο ο ιδιοκτήτης και πρόεδρος της Ρικομέξ Γεράσιμος Τσάσης, όσο και ο βασικός κατασκευαστής μηχανικός, ο αδερφός του Μιχάλης Τσάσης, πέθαναν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το περίεργο είναι ότι στη δίκη της Ρικομέξ δεν θα δικαστεί η... Ρικομέξ! Μόνο μηχανικοί που συνυπέγραφαν...

ΤΑ ΝΕΑ , 18/10/2003 , Σελ.: N20
Κωδικός άρθρου: A17769N201


Η ΕΥΗ: ΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΤΗΣ ΕΜΑΚ ΚΑΙ Η 31ΧΡΟΝΗ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ΤΟΥΣ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΣΕΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Οι 46 ώρες ενός αγώνα για τη ζωή


* Η ΔΙΑΣΩΣΗ

Πίστευε ότι ήταν στο σπίτι της

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  dspphoto.jpg Εμφανίσεις:  1140 Μέγεθος:  6,8 KB 

Σαράντα έξι ώρες μέσα στα ερείπια της Ρικομέξ έμεινε η Εύη Σοφίλου. Επί τριάντα τρεις ώρες κανείς δεν ήξερε αν βρισκόταν στη ζωή. Οι προσπάθειες για τη σωτηρία της, που συγκλόνισαν την Ελλάδα, άρχισαν γύρω στα μεσάνυχτα της Τετάρτης. Μία ώρα νωρίτερα είχαν εντοπιστεί ίχνη ζωής κάτω από τους τόνους του μπετόν.

Τότε τα σκυλιά του γαλλικού σωστικού συνεργείου γαβγίζουν επίμονα, πάνω από ένα συγκεκριμένο σημείο των ερειπίων της Ρικομέξ. Οι προσπάθειες των ανδρών επικεντρώνονται εκεί. Χρειάστηκε περίπου μία ώρα για να επιβεβαιωθεί πως τα εκπαιδευμένα σκυλιά είχαν πράγματι εντοπίσει έναν άνθρωπο.

Πλησιάζουν μεσάνυχτα. Οι Γάλλοι έχουν κόψει ένα τμήμα της πλάκας και φωνάζουν περιμένοντας μια φωνή. Απομακρύνουν από το σημείο μπάζα και πράγματα που δείχνουν ότι τα συνεργεία βρίσκονταν κοντά σε χώρο γραφείων. Μια αδύναμη γυναικεία φωνή ακούγεται. «Βοήθεια». Κάθε δραστηριότητα σταματά. Η Ελληνογαλλίδα Καρμέλα Ταταμένη-Γαρμπίλα, μέλος του συλλόγου εθελοντών «Φίλοι του Δάσους», πλησιάζει το σωστικό συνεργείο αμέσως μόλις αναζητήθηκε κάποιος που να μιλά τη γλώσσα τους, για να γίνει η γέφυρα επικοινωνίας. Ρωτούν την εγκλωβισμένη το όνομά της. «Εύη Σοφίλου», λέει και η ελπίδα ξυπνά για τους συγγενείς της. Ο άνδρας της, δημοσιογράφος Χρήστος Βασιλόπουλος, που βρίσκεται στη Ρικομέξ από την Τρίτη, πλησιάζει και προσπαθεί να ακούσει τη φωνή τής αγαπημένης του. Η αντίστροφη μέτρηση για τη σωτηρία της έχει αρχίσει ήδη.

Εύη Σοφίλου. Από τα χαλάσματα στο φως και στην αγκαλιά των ανθρώπων που την έσωσαν

Η 31χρονη κοπέλα απαντά στις ερωτήσεις. Όμως πιστεύει ότι βρίσκεται στο σπίτι της. Δεν θυμάται τίποτα για την ώρα που έγινε το κακό. Της λένε ότι βρίσκεται στο εργοστάσιο και της ζητούν να περιγράψει τι υπάρχει κοντά της. Η γυναίκα επιμένει ότι βρίσκεται στο σπίτι της. Πιστεύει πως ό,τι είχε συμβεί, είχε γίνει την ώρα που εκείνη κοιμόταν. Είναι βέβαιη πως οι δικοί της άνθρωποι έχουν σκοτωθεί. Ο εφιάλτης των 33 ωρών που ζούσε κάτω από τα ερείπια, χωρίς να έχει εντοπιστεί, την είχε φέρει σε πλήρη σύγχυση. Της λένε πως όλοι είναι καλά. «Είσαι στο εργοστάσιο», λέει η Καρμέλα. «Πού είναι η μαμά μου; Είναι καλά;» ρωτά τον σύζυγό της που έχει γονατίσει πάνω από το σημείο που ακούει την Εύη. Η Καρμέλα γυρίζει προς τους συγγενείς και αναζητεί τη μητέρα της. Η γυναίκα βρίσκεται εκεί. Προσπαθεί να πλησιάσει. Για λόγους ασφαλείας δεν της επιτρέπεται, αλλά η φωνή της καθησυχάζει για μερικά λεπτά την εγκλωβισμένη κόρη της.

Το σωστικό συνεργείο έχει ανάψει έναν προβολέα.

Βλέπεις το φως;, ρωτά η διερμηνέας.

* Ναι. Βλέπω θολά.

Είμαστε δίπλα σου. Σε λίγο θα είμαστε κοντά σου. Κουράγιο, κορίτσι μου.
Τα γεώφωνα βοηθούν τα συνεργεία να καταλάβουν ότι μικρή απόσταση τούς χωρίζει από την Εύη.

Βήμα βήμα, σχεδόν με τα χέρια, Έλληνες και Γάλλοι αρχίζουν να κόβουν κομματάκια την πλάκα πάνω από την κοπέλα και να τα απομακρύνουν. Δουλεύουν σε δύο μεριές: η μία βρίσκεται κοντά στο κεφάλι της και η δεύτερη στα πόδια της.

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  1209933965recomex3.JPG Εμφανίσεις:  950 Μέγεθος:  18,6 KB 

Η ώρα φτάνει μία και μισή τα ξημερώματα. Τα συνεργεία έχουν πλέον οπτική επαφή με την Εύη.

* Έχω χτυπήσει στο κεφάλι, πονάει το μάτι μου, ακούγεται το κορίτσι.

Κουράγιο, φτάνουμε, της απαντούν.
Φτάνει περίπου πέντε το πρωί. Ένας από τους Γάλλους έχει κατέβει στην τρύπα, που αργά και προσεκτικά από τον φόβο της υποχώρησης των μπαζών έχει διανοιχτεί, με το κεφάλι προς τα κάτω.

Την βλέπω καθαρά, λέει.

* Σε βλέπουμε. Κουράγιο. Υπάρχει τώρα κάποιος δίπλα σου. Τώρα θα σου πιάσει το χέρι.

Η Καρμέλα της μιλάει κοφτά και επιτακτικά. Προσπαθεί να την κάνει να ξαναβρεί το κουράγιο της. Η εθελόντρια έχει πέσει μπρούμυτα, πάνω από την τρύπα.

* Μου λέτε ψέματα. Δεν θα με βγάλετε.

Να μην ακούω βλακείες. Θα σε βγάλουμε ακόμη και με το ζόρι.

Πρώτη προτεραιότητα πλέον είναι να της δώσουν νερό.

* Θα σου δώσουμε πρώτα νερό.

Το μπουκάλι κατεβαίνει. Η κοπέλα το τραβάει και προσπαθεί να πιει.

Πρόσεχε. Έχει καπάκι. Πρέπει να το βγάλεις... Ήπιες;
Ήπιε λίγο, απαντά ο Γάλλος που έχει κατέβει στην τρύπα και βλέπει την Εύη.

Το ξημέρωμα βρίσκει τα συνεργεία να εργάζονται πυρετωδώς. Οι κινήσεις τους ωστόσο είναι βασανιστικά αργές, αφού ένα μικρό λάθος, ένας πιθανός μετασεισμός, θα μπορούσαν να τα καταστρέψουν όλα.

Η ώρα έχει φτάσει έντεκα το πρωί. Ο αναισθησιολόγος του ΕΚΑΒ Αλέξανδρος Καλογερομήτρος κατεβαίνει στην τρύπα και εξετάζει την κατάσταση της Εύης. Προσπαθούν να διαπιστώσουν τα όρια της αντοχής της. Μετρά τους σφυγμούς της.

Ο γιατρός ανεβαίνει και πάλι στην επιφάνεια. Ευτυχώς, αν και έχουν περάσει πάνω από σαράντα ώρες, η κατάστασή της δεν είναι πολύ άσχημη. Έλληνες και Γάλλοι μπαίνουν στην τελική ευθεία για να απεγκλωβίσουν την κοπέλα. Μία σιδερένια δοκός εμποδίζει την ανάσυρση. Επιστρατεύεται ένας άνδρας των ΟΥΚ ειδικά εκπαιδευμένος σε υποβρύχιες διασώσεις. Με οξυγόνο προσπαθεί να κόψει το κομμάτι.

Ο κομάντο βγαίνει και τη θέση του παίρνουν και πάλι άνδρες των σωστικών συνεργείων. Απομακρύνουν τα τελευταία κομμάτια των ερειπίων πάνω από την κοπέλα.

Η ώρα είναι δωδεκάμισι. Καταβάλλεται προσπάθεια να κατεβάσουν φορείο στην τρύπα. Δεν τα καταφέρνουν. Ο χρόνος κυλά γρήγορα. Ο Χρήστος Βασιλόπουλος πέφτει στα γόνατα.

* Μου λέτε ψέματα. Δεν θα με βγάλετε, ξαναλέει η Εύη.

Τώρα. Τώρα θα σε τραβήξουμε πάνω. Λίγη υπομονή, ακούγεται η διερμηνέας * φίλη πλέον, δεμένη με νήμα ζωής μαζί της.

Τα λεπτά περνούν. Στη μία παρά τέταρτο, σαράντα έξι ώρες μετά τον σεισμό, η Εύη Σοφίλου ανασύρεται στην επιφάνεια. Η ανακούφιση εκδηλώνεται με χειροκροτήματα, αγκαλιές και φιλιά. Η κοπέλα μεταφέρεται με φορείο στο ασθενοφόρο και συνοδεία του συζύγου και των συγγενών της, που επιβιβάστηκαν γρήγορα σ' ένα τζιπ, μεταφέρεται στο ΚΑΤ.

* ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΔΙΑΣΩΘΕΝΤΕΣ
Ο Ανδρέας και η Ιωάννα ήταν δίπλα δίπλα στα ερείπια της Ρικομέξ

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  j20b.jpg Εμφανίσεις:  1585 Μέγεθος:  49,6 KB 

Ηρεμία και ξεκούραση: Για τον Ανδρέα Μάρκου ύστερα από τις εφιαλτικές ώρες στα συντρίμμια της Ρικομέξ

Ο εφιάλτης είχε την ίδια διάρκεια και για τους δύο. Με διαφορά μόλις σαράντα πέντε λεπτών. Δούλευαν και οι δύο στην Ρικομέξ την ώρα του σεισμού και ανασύρθηκαν ζωντανοί από τα ερείπια περίπου την ίδια ώρα. Ο Ανδρέας Μάρκου και η Ιωάννα Ματσιώκα βρίσκονται και στον ίδιο όροφο του νοσοκομείου. Τους χωρίζουν μόνο μερικά δωμάτια.

Η Ιωάννα Ματσιώκα δούλευε στο λογιστήριο της Ρικομέξ και την ώρα του σεισμού βρισκόταν στο γραφείο ενός συναδέλφου. Παρ' όλο που έμεινε τριάντα τρεις ώρες κάτω από τα ερείπια και έχει χτυπήσει το αριστερό της πόδι, οι συγγενείς και οι φίλοι που είναι δίπλα της στο νοσοκομείο έλεγαν χθες «ότι είναι αρκετά ήρεμη κι ότι θέλει να κοιμηθεί».

Όπως είπε στα «ΝΕΑ» ο σύζυγός της Δημήτρης Βουνάζος, «αυτή τη στιγμή είναι σε καλή ψυχολογική κατάσταση, αλλά προσπαθούμε να μην συζητάμε το θέμα. Δεν θέλουμε να της θυμίζουμε πάλι αυτά που πέρασε, γι΄ αυτό και δεν την αφήνουμε να δει τηλεόραση. Κάποια στιγμή θα της μιλήσουμε για όλα». Η Ιωάννα άλλωστε δεν μπορεί να ξεχάσει τους συναδέλφους της που χάθηκαν κάτω από τα συντρίμμια, και κυρίως την αγαπημένη της φίλη Σάντρα Κοντού, που πέθανε στην αγκαλιά της και ανασύρθηκε νεκρή λίγο μετά απ΄ την ίδια.

Ο σύζυγός της θυμάται τις ώρες της αγωνίας πριν από τον απεγκλωβισμό της Ιωάννας. «Με κατέβασαν στο τούνελ για να μιλήσω μαζί της. Μου είπαν να της λέω θετικά πράγματα. Ο καταπλακωμένος είναι συνήθως σε άσχημη κατάσταση και η Ιωάννα εκείνες τις στιγμές πίστευε πως είχαν καταρρεύσει όλα, πως η Αθήνα είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά».

Λίγα μέτρα πιο μακριά, στο χειρουργικό, νοσηλεύεται ο Ανδρέας Μάρκου. Στο πλευρό του βρίσκονται η σύζυγός του, η μητέρα του, ο γαμπρός του. Έχουν περάσει μόλις μερικές ώρες από την διάσωσή και ο Ανδρέας τούς έχει μιλήσει πολύ λίγο. Θεωρούν ωστόσο πως είναι τυχεροί μέσα στην ατυχία τους και θυμούνται τις ώρες της αγωνίας. «Ήμασταν μπροστά στα συντρίμμια από το βράδυ της Τρίτης μέχρι την Τετάρτη το βράδυ που ανασύρθηκε ο Ανδρέας και σκάβαμε με τα χέρια μέσα στις πέτρες. Δόξα τω Θεώ, όμως. Ας είναι καλά όλοι οι άνθρωποι της ΕΜΑΚ και των σωστικών συνεργείων. Τους ευχαριστούμε», λέει η σύζυγος του Ανδρέα, Κυριακή Τσαρνά, που τρεις μέρες τώρα δεν έχει πει τίποτα στα δύο εξάχρονα παιδιά της. «Τους είπα ότι ο μπαμπάς λείπει κι ότι χτύπησε λίγο το πόδι του. Για τον σεισμό όμως, ούτε λόγος...».


πηγη :clubs.pathfinder.gr



Της ΑΝΝΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥ, Eλευθεροτυπία, Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2000

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  4B87C7968574743CA6118FEFB363105C.jpg Εμφανίσεις:  4900 Μέγεθος:  45,9 KB 

Σαν να πάγωσε ο κόσμος γύρω τους. Σαν να σταμάτησε ξαφνικά το ρολόι κι οι δείκτες του έκοψαν χωρίς οίκτο τη ζωή τους στα δυο.Σφραγίδα στα μάτια τους, στο πρόσωπο, στο κορμί τους, μια ημερομηνία: Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 1999.

Τα συντρίμμια των πληγωμένων κτιρίων έγιναν τάφος για τους δικούς τους. Πόνος, λύπη, φόβος φώλιασαν στα σπλάχνα τους και δεν λένε να τους εγκαταλείψουν.
Ανάμεσα στα συντρίμμια και τις ρωγμές τις ψυχής τους, ψάχνουν να βρουν ερείσματα για να ζήσουν. Ισως ο χρόνος είναι τελικά γιατρός. Αλλά η ζωή τους γνωρίζουν καλά ότι δεν θα είναι ποτέ η ίδια. Εκείνοι δεν είναι πια ίδιοι.

Ο νεαρός άνδρας που έχω απέναντί μου προσπαθεί με το ζόρι να μη βουρκώσει. Δεν θέλει να φανεί «μελό». Αλλά ένας «κόμπος» του πνίγει ασφυκτικά το λαιμό, ενώ μου περιγράφει την περιπέτεια της οικογένειάς του.

Στο φονικό σεισμό του '99, ο Νίκος Μηλαΐτης έχασε το μοναδικό του αδελφό. Τριάντα δύο χρονώ παλικάρι ο Ανδρέας. Μηχανολόγος-μηχανικός. Είχε όνειρα, ήθελε να κάνει καριέρα.
Γρήγορα έγινε προϊστάμενος στις εξαγωγές στη «Ρικομέξ».

Ο Ανδρέας, που χάθηκε, ο δικός του Ανδρέας, δεν ήταν μόνο αδερφός. Ηταν φίλος...

Από τότε ένα μαύρο σύννεφο οδύνης πλανιέται πάνω απ' το σπίτι του.
Τα όνειρα του Νίκου δεν είναι πια ίδια. Ο εφιάλτης της νύχτας διαδέχεται τον εφιάλτη της ημέρας. Σαν σε καρμπόν βλέπει κτίρια να πέφτουν.Αυτός, που δεν φοβήθηκε ποτέ τους σεισμούς! Τώρα ακούει βουητά αεροπλάνων, τριξίματα σε τζάμια και τρέμει πως ο Εγκέλαδος θα ξαναχτυπήσει.

Γνωρίζει καλά ότι δεν μπορεί να ξαναφέρει τον Ανδρέα στη ζωή. Οτι οι άνδρες της ΕΜΑΚ και οι πυροσβέστες έκαναν ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν. Λέει όμως ότι το γαλλικό συνεργείο ήταν το πιο οργανωμένο, είχε καλύτερο εξοπλισμό.

Τον αδερφό του, που βρισκόταν στον ημιώροφο, τον έβγαλαν μαζί με την Εύη Σοφίλου, δύο εικοσιτετράωρα μετά το σεισμό. Μόνο που ο Ανδρέας δεν ανέπνεε.
Μόνη παρηγοριά του Νίκου είναι ότι μάλλον ο αδερφός του δεν υπέφερε για πολύ. Η Εύη, που βρέθηκε κοντά στο σημείο που ανασύρθηκε νεκρός ο Ανδρέας, όταν συνήλθε από το σοκ, του είπε πως δεν άκουγε φωνές.

Τύχη ή τραγική ειρωνεία; Πριν από λίγο καιρό ο Νίκος είχε κάνει αίτηση «στη Ρικομέξ» για δουλειά. Δεν τον προσέλαβαν. Τη θέση του, έμαθε, την κατέλαβε άλλος. Μόνο που ανασύρθηκε νεκρός από τα χαλάσματα...
Μετά το σεισμό, του είπαν αν ήθελε να εργαστεί στη «Ρικομέξ». Αρνήθηκε.
Το τελευταίο τρίμηνο προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό του. Ευτυχώς, έχει στο πλάι του την αρραβωνιαστικιά του.

Η μάνα του δεν έχει συνέλθει ακόμη. Αδυνατεί να δεχτεί το χαμό του Ανδρέα. Κι ίσως βαθιά στα μονοπάτια του νου της να σκέφτεται πως, αν ο γιος της, που είχε και ολλανδική υπηκοότητα, έμενε, όπως παλιά, μόνιμα στην πατρίδα της, την Ολλανδία, να μην τον θρηνούσε σήμερα. Το μοιρολόι δεν έχει σύνορα.

Ενα μόνο καίει τον Νίκο. Ν' αποδοθούν ευθύνες, να τιμωρηθούν οι ένοχοι. Φοβάται ότι τελικά κανείς δεν πρόκειται να πληρώσει για τις ψυχές που χάθηκαν.
Και τότε, η ήρεμη φιγούρα του Νίκου ξεσπά, και τα μάτια του βγάζουν σπίθες:

«Δεν μπορώ ν' ακούω ότι ο θάνατός τους ήταν θέλημα Θεού... Γιατί δεν έπεσε το κτίριο που ήταν μόλις δέκα μέτρα από τη "Ρικομέξ"; Γιατί εκεί όλοι σώθηκαν κι εδώ είχαμε πάνω από 40 νεκρούς; Δεν είναι δυνατόν να έχουν γίνει πέντε φορές συστάσεις από την Πολεοδομία στη "Ρικομέξ", πριν από το σεισμό, και να μην υπάρχουν ευθύνες. Εδώ πρέπει να' χουν γίνει πράγματα και θαύματα...».

Αν ζούσε ο Ευριπίδης, ίσως να κατέθετε την πένα του. Ν' αναλογιζόταν ότι ο ανθρώπινος νους αδυνατεί να συλλάβει τραγωδίες σαν κι αυτές που σκαρώνει η μοίρα.

πηγη :nasosbratsos.blogspot.com


Οι άνδρες της EMAK έγιναν οι ήρωές τους. 

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  Inmage.jpeg Εμφανίσεις:  1537 Μέγεθος:  42,6 KB 

Οι άνθρωποι που τους συντρόφευσαν στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής τους. Που τους μετάγγισαν αγάπη, σθένος και κουράγιο για όσο τα χρειάζονταν. Που τραγουδούσαν μαζί τους για να μην λυγίσουν. Που ζουν, γιατί εκείνοι τα κατάφεραν.

Ο αλτρουισμός τους χαράχτηκε για πάντα στις παιδικές ψυχές τους. Δεν θα τους ξεχάσουν ποτέ.

Πώς να μιλήσεις σε ένα παιδί που άντεξε επί 8 ώρες κάτω από τα χαλάσματα και σήμερα σε κοιτάει με μάτια γεμάτα τρόμο, ανασαίνοντας βαριά; Πώς να το πείσεις να μη βγάλει τον ορό και να τρέξει, για να σωθεί, όταν αισθάνεται κατά διαστήματα να κουνιέται το κρεβάτι του; Πώς να πεις, εσύ, μικρός μπροστά στο μεγαλείο της ψυχικής του αντοχής - εσύ που δεν έζησες, να μη φοβάται πια;

Τι να πεις στην άλλη μικρή Ειρήνη που μας ρωτάει με αγωνία αν ξέρουμε τι κάνει η αδελφή της. Την άφησε στην κούνια που βρισκόταν στο παιδικό δωμάτιο όταν το σπίτι της γκρεμίστηκε. Πώς να της εξηγήσεις ότι δεν υπάρχει πια.

Παναγιώτης Λιάκος

«Βγάλτε μου έξω έστω το ένα μου πόδι. Θα σφίξω τα δόντια μου». Κραυγή απόγνωσης, η μοναδική που βγήκε από το στόμα του 12χρονου Παναγιώτη Λιάκου.

Επί οκτώ ολόκληρες ώρες έκανε κουράγιο κάτω από τα χαλάσματα. Η πολυκατοικία που έμενε, επί της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου στο Μενίδι, κατέρρευσε ολοσχερώς.

Την ώρα που συνέβη ο προχθεσινός σεισμός, ο Παναγιώτης παρακολουθούσε αμέριμνος τηλεόραση μαζί με τον 14χρονο αδερφό του Ευθύμη. Ηταν ξαπλωμένος στον καναπέ του σπιτιού. Με το δυνατό σεισμό, ο τοίχος του διαμερίσματος του 1ου ορόφου κατέρρευσε, αλλά ως εκ θαύματος συγκρατήθηκε στα μπράτσα του καναπέ!

Μία μικρή οπή ήταν αυτή που του χάριζε ανάσα ζωής. Γιατί και η ανάσα ήταν δύσκολη. Το δεξί πόδι του πλακώθηκε, χωρίς ευτυχώς σοβαρά τραύματα. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Πονούσε, αλλά ήθελε να ζήσει.

Οι δύο πρώτες ώρες ήταν εφιαλτικές, θυμάται. Ηταν σκοτεινά εκεί κάτω. Διψούσε. Είχε ακούσει στο σχολείο πώς πρέπει ν' αντιδράσει όταν γίνεται σεισμός. Να χωθεί κάτω από τα δοκάρια. Αλλά δεν πρόλαβε.

Κράτησε την ψυχραιμία του. Φώναζε με όλη τη δύναμή του στους άνδρες της ΕΜΑΚ, αλλά μάταια.

* «Ελάτε βοηθήστε με», παρακαλούσε. Δεν τον άκουγαν.

Μόνη του παρηγοριά τις πρώτες ώρες ήταν οι ανθρώπινες φωνές που άκουγε ολόγυρά του.

* «Ηλπιζα ότι θα φτάσουν και σε μένα», μας αποκρίθηκε χθες όλο περίσκεψη. Ισως να μην είχε συνειδητοποιήσει ακόμη τι συνέβη.

Δύο ώρες μετά το σεισμό αντίκρισε επιτέλους φως. Ναι, ήταν ο πολυπόθητος φακός των ανδρών της ΕΜΑΚ. Ενιωθε ότι είχε παρέα. Ηξερε ότι, εφόσον τον βρήκαν, θα τον απεγκλωβίσουν. Κι ήταν ο Σπύρος Μεσσήνης, ο ήρωάς του, που τον έσωσε. «Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ», έλεγε.

Χθες, η μητέρα του στο «Αγλαΐα Κυριακού» του κρατούσε το χέρι. Εκείνη βρισκόταν στο μπάνιο όταν συνέβη ο σεισμός και ίσα που πρόλαβε να πηδήξει από τον 1ο όροφο στο δρόμο. Το σπίτι που αγόρασαν πριν από πέντε χρόνια δεν υπάρχει πια. Μόλις βγει από το νοσοκομείο κι ο Παναγιώτης θα μείνουν σε συγγενείς...

Ειρήνη Πολυκανδριώτη


Τα σκιστά καστανά μάτια της Ειρήνης κοιτούν συνέχεια το διπλανό κρεβάτι. Είναι η μικρή της αδελφή, η Κωνσταντίνα που κοιμάται βαθιά. Ο Τζανής, ο αδελφός της είναι στο διπλανό νοσοκομείο. Ευτυχώς και εκείνος σώθηκε. Η αυτοθυσία του πατέρα τους δεν πήγε χαμένη. Οσο βαρύ και αν ακούγεται. Οσο σκληρό και αν είναι για κείνη να το δεχτεί. Πέθανε για να τους σώσει. Τη στιγμή του μεγάλου σεισμού πήρε και τα τρία παιδιά στην αγκαλιά του. Ετσι πλάκωσαν εκείνον οι τοίχοι. Πάνω της έπεσε το καλοριφέρ. Στα πόδια του αδελφού της το πλυντήριο και η σιδερώστρα. Του φώναζε να μην κουνιέται. Τα σκοινιά και τα σίδερα θα την έπνιγαν. Ενιωθε να της κόβεται ο λαιμός.

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  rikomex.jpg Εμφανίσεις:  2010 Μέγεθος:  68,7 KB 

Τα πρώτα δέκα λεπτά που έζησε μετά το σεισμό θα την ακολουθούν για την υπόλοιπη ζωή της. Διψούσε. Aκουγε τα αδέλφια της να κλαίνε και τους έλεγε να κάνουν κουράγιο. Επιφορτίστηκε με το ρόλο του δυνατού. Και στα 12 της έγινε ταυτόχρονα μαμά, μπαμπάς, προστάτης, παρηγορητής, στήριγμα.

Πονούσε φριχτά το πόδι της, αλλά η ελπίδα δεν ξεριζώθηκε από την καρδιά της. Η ελπίδα που της χάρισαν απλόχερα ο Κυριάκος και ο Νικόλας. Οι δύο άνδρες των σωστικών συνεργείων που της κράταγαν συντροφιά επί 7 ώρες. Της μιλούσαν ασταμάτητα και άνοιγαν διαδρόμους για τη ζωή της. Συχνά τραγουδούσαν. Οχι γνωστά τραγούδια, στίχους που έφτιαχναν εκείνη τη στιγμή, για την Ειρήνη. Σιγοψιθύριζε με όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει, μέχρι που είδε την τρύπα που άνοιξαν οι σύντροφοί της. Τους είδε και μετά αφέθηκε στο φορείο.

Δεν ξέρει πού θα μείνει όταν γίνει καλά. «Δεν έχω πια σπίτι», λέει.

Ειρήνη Κατσαρού


Η πεντάχρονη Ειρήνη είναι ατίθαση και υπερκινητική. Δεν αισθάνεται άνετα με τον ορό που έχει στο χέρι της. Θέλει να παίξει.

Εκείνο το μεσημέρι ήταν στο κρεβάτι με τη μαμά της. Και η μικρή της αδελφή στο παιδικό δωμάτιο. Εσπασε, θυμάται, ο καθρέφτης και το έπιπλο πλάκωσε τα πόδια της μητέρας της. Ημουν γυμνή και η πλάτη μου πονούσε, γιατί ακουμπούσε στα κεραμίδια. Δεν έκλαψα, όμως. Μόνο η μαμά μου έκλαιγε με αναφιλητά. Της έλεγα να ησυχάσει, αλλά εκείνη τίποτα».

Το ταβάνι, διηγείται η μικρή Ειρήνη, είχε πέσει. Και ο μπαμπάς της φώναζε απ' έξω ότι όλα θα πάνε καλά. «Στο τέλος, βράχνιασα, δεν έβγαινε η φωνή μου». Yστερα από τρεις ώρες αντίκρισε ξανά τη γειτονιά της στο Μενίδι. Μόνο που αυτή τη φορά δεν θα παίξει ξανά με όλες της τις φίλες. Η Τζένη, της είπαν, πως είναι νεκρή. Δεν της μίλησαν όμως για την αδελφή της...

* του KΩΣTA KYPIAKΟΠΟYΛΟY

Tο καμπαναριό του ναού του Aγίου Kωνσταντίνου στην πλατεία των Aνω Λιοσίων καμιά πενηνταριά μέτρα ύψος σχεδόν κρεμόταν, σα να κοιτούσε θλιμμένο κάτω, έτοιμο να καταρρεύσει. Tα κεφάλια των ανθρώπων είχαν κι αυτά μια κλίση προς το έδαφος. Ολοι και όλα ήταν στραμμένα προς τα κάτω. Λες και έψαχναν να βρουν την απάντηση για τη συμφορά που ήρθε μέσα από τη γη, κάτω από τα πόδια τους, κάτω από τις ίδιες τους τις ζωές.

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  simitNEA.gif Εμφανίσεις:  2519 Μέγεθος:  73,8 KB 

Mια μέρα μετά, ένα 24ωρο αγωνίας, πόνου, πίκρας, άγνοιας για το μέλλον. Mεσημέρι Tρίτης, μεσημέρι Tετάρτης. Tο μόνο που είχε αλλάξει ήταν το χρώμα στα μάτια όλων. Kατακόκκινο. Ο σεισμός πλάκωσε τις ανθρώπινες ζωές και η καταστροφή τις καρδιές αυτών που γλίτωσαν. Tα υπολείμματα των νοικοκυριών, κουβέρτες πρόχειρες και καλές ένα μάτσο, κουζινικά πρώτης ανάγκης, λεκάνες και γκαζάκια για τον καφέ που θα κρατήσει τα μάτια ανοιχτά. Tα παιχνίδια των παιδιών, ένα ραδιόφωνο, στην καλύτερη περίπτωση μια τηλεόραση και στην ακόμη καλύτερη, ο φορτιστής του κινητού. Σπιτικά που έχασαν την πρόσοψή τους κι από μέσα φαίνονταν οι κουζίνες, οι κρεβατοκάμαρες, τα μπάνια, τα σαλόνια, οι βιβλιοθήκες, πίνακες και φωτογραφίες, το πιο φρικτό στούντιο του κόσμου.

Πάρκα και πλατείες, γήπεδα και σχολεία. Οι άνθρωποι αναζητούσαν στοιχειωδώς αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης μέσα στην καταστροφή. Aποκαμωμένοι, η κούρασή τους όχι μόνο φαινόταν αλλά και ακουγόταν μέσα από τους χτύπους των σφυριών που κάρφωναν τα στηρίγματα για τα αντίσκηνα. Οσα κι αν ήταν αυτά. Aργοί χτύποι, οι άνθρωποι αυτοί έδιναν την εντύπωση ότι κάρφωναν τα ίδια τους τα απομεινάρια. Kαι τα παιδιά. «Eιρήνη, Eιρήνη, ο μπαμπάς σου θα βάλει μια σκηνή εκεί και θα μείνουμε μέσα, ωραία, ωραία...», φώναξε ένας πιστιρίκος στη φίλη του. Hταν σε μια αλάνα στο Mενίδι. Eμοιαζε με παιχνίδι στα μάτια τους.

Eνα τσιμεντένιο σοκάκι, δίπλα στην οδό Σωκράτους του Mενιδίου ένας νεαρός άνδρας που φορούσε στολή υπαλλήλου ιδιωτικής εταιρείας φύλαξης είχε αφήσει το κορμί του σε μια άσπρη πλαστική καρέκλα. Mιχάλης Aρβανίτης, 27 ετών. «Mείναμε στο δρόμο, είχα υπηρεσία και μόλις το έμαθα τα εγκατέλειψα όλα και ήρθα τρέχοντας. Tίποτα δεν έμεινε. Ούτε η πόρτα του σπιτιού δεν ανοίγει, εγώ, ο αδερφός μου, η μάνα μου κι ο πατέρας μου μείναμε έξω. Kαι να το γράψεις, δεν έχει έρθει κανείς, δεν πέρασε κανείς να μας πει τι να κάνουμε».

Tο μικρό του σπίτι ανήκε σε ένα σύμπλεγμα, όπως αυτά τα παλιά που δύο τρία διαφορετικά σπίτια μοιράζονται την ίδια αυλή, κολλημένο το ένα στο άλλο. Eνα από αυτά, που οι τοίχοι του έμοιαζαν ζωγραφισμένοι από τις ρωγμές ήταν του Mιχάλη Δειτονιάδη, ενός καλοστεκούμενου γέροντα που γεννήθηκε το 1914 στη Σμύρνη. «Eίχαμε κι ένα σπίτι στον Πειραιά, στη Δραπετσώνα, στον Aγιο Διονύση, εκεί που είναι τα σουβλατζίδικα, αλλά ήρθαμε εδώ για καλύτερα», άρχισε να λέει κι εκείνη την ώρα έδειχνε ν' αλλάζει τόπο και χρόνο. «Eίμαι μεγάλος κι έχω περάσει πολλά, δεν τα ξέρουν οι νεότεροι. Δεν ξέρεις, παιδί μου, πόσο τρόμαξα, ευτυχώς δεν με είχε πάρει ο ύπνος ακόμη. Tρόμαξα πιο πολύ ακόμη και από τότε που έγινε η καταστροφή της Σμύρνης. Kοίτα τι γίνεται έξω, κοίτα να δεις, όπως τότε που φτάσαμε στη Mυτιλήνη από τη Σμύρνη κι ο Πλαστήρας μάζευε Tούρκους αιχμαλώτους, τότε που πληρώναμε μια χρυσή λίρα για ένα ρακοπότηρο νερό...». Eκλεισε την πόρτα του σπιτιού του και κατέβηκε τα σκαλιά. Στα πόδια του τριβόταν ένα κατάμαυρο σκυλί, η Nτέζι που έμοιαζε να χαίρεται την παρουσία των ξένων. Ο γέροντας μας αποχαιρέτησε με όμορφο σμυρναίικο τρόπο, αφήνοντας ένα μεγάλο χαμόγελο.

Οδός Διαγόρα, μια αλάνα με δύο τρεις σκηνές και ένα πρόχειρο στέγαστρο με λαμαρίνα και μια προέκταση μουσαμά. Πρόχειροι πάγκοι, ζεστά νερά και αναψυκτικά. Στο βάθος της αλάνας, τρία σπίτια είχαν αδειάσει. Eξι οικογένειες στο δρόμο. Ολοι Πόντιοι από τη Pωσία είχαν έρθει στην Eλλάδα το 1969. Σιδεράδες στο επάγγελμα, στην αλάνα είχαν στημένη και την επιχείρησή τους. «Ξέρεις πολλές φορές δε φταίει μόνο ο σεισμός, φταίω εγώ, φταις εσύ, φταίμε με τα σπίτια που φτιάχνουμε, άκου που σου λέω, είμαι της δουλειάς, άμα κόβεις από δω κόβεις από κει για να κάνεις οικονομία κάποια στιγμή θα το πληρώσεις», λέει ο Aλέξανδρος Mουρατίδης. Ολοι τους κάτω από τη λαμαρίνα και το μουσαμά, 17 παιδιά και οι γονείς τους. Eνας συγγενής του είχε κουράγιο να κάνει ακόμα και χιούμορ. «Eδώ κάτω από τη λαμαρίνα έβαζα το φουσκωτό, το έβγαλα για να βάλουμε τα κρεβάτια. Πάει και το ψαροτούφεκο ρε γαμώ το...». Kι εκείνη την ώρα ξεσπάει μια μπόρα που κράτησε δέκα λεπτά και γέμισε λάσπες την αλάνα. «Pε παιδιά, τραβήξτε την ψησταριά, μη βραχούν και τα κάρβουνα...», φώναξε.

Στην οδό Γ. Παπανδρέου και Aχαρνών, στα Aνω Λιόσια, ένα σπίτι έχει ρημάξει από το σεισμό. Δεν έχει καταρρεύσει, αλλά έχει υποστεί τόσες ζημιές που δεν μπορούσε να κατοικηθεί. Ο Kώστας Xαλιμούρδας κοιτούσε τους δύο λοκατζήδες που έστηναν μια σκηνή στο οικόπεδο μπροστά από το σπίτι. «Mεροκάματο το μεροκάματο το έχτισα, μία να βάλω ένα παράθυρο την άλλη να βάλω μια πόρτα καινούργια...». Δούλευε στην «Ολύμπικ Kέιτερινγκ», βγήκε στη σύνταξη πριν από δύο χρόνια. «Aφού είμαστε όρθιοι ακόμα... αυτό είναι που μετράει τώρα...». Πήγαν να τον πάρουν τα κλάματα αλλά γύρισε κι έφυγε.

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  seismosmesaerhj.jpg Εμφανίσεις:  1469 Μέγεθος:  25,8 KB 

Tρεις δρόμους παρακάτω, το σπίτι του Γιώργου Pοδιά. Δηλαδή ποιο σπίτι. Eνα ανακάτεμα από σπασμένα έπιπλα και μπάζα. H γυναίκα του δεν μπορεί να μιλήσει. Συμπτωματικά, δευτερόλεπτα πριν από το σεισμό και οι δύο τους ήταν έξω από το σπίτι. Mόνο που ο ίδιος θυμήθηκε ότι είχε αφήσει την τηλεόραση ανοιχτή. Mπήκε να την κλείσει. Tο σπίτι άρχισε να ταρακουνιέται. Eνα μεγάλο κομμάτι από τον τοίχο έπεσε και κομμάτιασε την τηλεόραση την ώρα που την έκλεινε. Για να βγει έσπασε το παράθυρο.

Tο καμπαναριό του Aγίου Kωνσταντίνου ήταν έτοιμο να πέσει. Ο σεισμός το χτύπησε ανελέητα. Ο πατέρας Aναστάστιος Mπαστούνης κοιτούσε το χτυπημένο καμπαναριό αλλά δεν το είχε βάλει κάτω. «H Eκκλησία τούτες τις ώρες πρέπει να είναι περισσότερο κοντά στο λαό. Eίναι η δεύτερη φορά που χτυπήθηκε ο ναός, το 1981 είχε καταρρεύσει και να την ανεγείραμε εκ θεμελίων, έχουμε ήδη καλέσει συνεργείο για να ρίξει το καμπαναριό, το απόγευμα θα τελέσουμε παράκληση για να ανεβάσουμε το ηθικό και δέηση υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των συνανθρώπων μας που χάθηκαν». Tα Aνω Λιόσια χτυπήθηκαν περισσότερο από όλες τις άλλες περιοχές, ποσοτικά τουλάχιστον. Tα περισσότερα σπίτια έχουν ανεπούλωτες πληγές. Aκόμα και καινούργια σπίτια, δύο και τριών ετών κατασκευές διαλύθηκαν. Σκηνές και πρόχειρα καταλύματα στήνονταν διαρκώς. Ο δήμος δεν προλάβαινε να μοιράζει σκηνές, είχε μάλιστα στήσει και μηχανισμό που διένειμε φαγητό και νερό.

Στη Mεταμόρφωση, μόλις μπαίνει κανείς περνώντας απέναντι στην Eθνική Οδό. Eνα περίπτερο έχει γίνει κατάλυμα δύο οικογενειών. Mία από αυτές είναι του Δημήτρη Παπαηλία. Tα δύο του παιδιά έπαιζαν με τα ποδήλατά τους. Mία τηλεόραση που εκείνη την ώρα έδειχνε σκηνές από την πολυκατοικία της οδού Ψυχάρη που κατέρρευσε στην περιοχή τους. «Δεν είχαμε τρομερές ζημιές, αλλά πού να μπεις στο σπίτι σου; ευτυχώς που είναι καλοκαίρι γιατί αλλιώς δεν ξέρω τι θα γινόταν», μας λέει. Tην ώρα του σεισμού γυρνούσε με τη γυναίκα του και τα παιδιά του από το σουπερμάρκετ. «Ούτε τις σακούλες προλάβαμε να βγάλουμε από το πορτ μπαγκάζ, τις πέταξα στον κήπο κι εξαφανιστήκαμε».

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  ΡΙΚΟΜΕΧ.jpg Εμφανίσεις:  596 Μέγεθος:  28,3 KB 

Οι ίδιες εικόνες παντού, και στο Περιστέρι και στη Nέα Φιλαδέλφεια και στη Nέα Iωνία και στην Πετρούπολη. Aνθρωποι οργάνωναν τη διαβίωσή τους σε πάρκα, πλατείες και μεγάλα πεζοδρόμια. Eνα παράξενο είδος κάμπινγκ, το πιο τρομακτικό. Kαι αυτό που τρόμαζε ακόμα περισσότερο ήταν το μετά. H γη συνεχώς κουνιόταν κι εκείνοι περίμεναν. Kι αν τους ρωτούσες τι περιμένουν θα εισέπραττες μια τεράστια έκφραση απορίας. Kαι μόνο τότε τα μάτια τους κοιτούσαν προς τα πάνω. Mάλλον προς τα εκεί που λένε ότι είναι ο Θεός...

πηγη:archive.enet.gr / των ΑΓΑΘΑΣ ΖΑΡΑΚΟΒΙΤΟΥ & ΑΝΝΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥ


«Ήμουν τυχερός, τουλάχιστον μπορώ να περπατήσω» 

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  ContentSegment_12221989$W800_H_R0_P0_S1_V1$Jpg.jpg Εμφανίσεις:  1205 Μέγεθος:  97,1 KB 

Ο Τζαννής Πολυκανδριώτης, που συγκλόνισε το πανελλήνιο στον σεισμό του 1999, σήμερα είναι ένας ταλαντούχος φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών 

«Στο σημείο όπου κάποτε ήταν η πολυκατοικία μας, πριν πέσει, έχει απομείνει μόνο το οικόπεδο. Απέναντί του έχει στηθεί η προτομή του ηρωικού πατέρα μου, που σκοτώθηκε στον σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου του ΄99. Δεν στενοχωριέμαι, όμως, πλέον, όποτε περνώ από εκεί, από την παλιά μου γειτονιά».

O Τζαννής του σεισμού μεγάλωσε, είναι πια καλά και ονειρεύεται! Το δεκάχρονο αγόρι που συγκλόνισε τότε το πανελλήνιο με τη μάχη του για να βγει ζωντανό μέσα από τόνους μπετόν και σιδερικών που το καταπλάκωσαν, ο εικοσάχρονος σήμερα Τζαννής Πολυκανδριώτης, βγήκε νικητής και από την πολυετή περιπέτεια της υγείας του! Ταλαιπωρήθηκε επί χρόνια με διαρκή μέσα-έξω στα νοσοκομεία, έχασε μέχρι και το κάτω τμήμα του δεξιού ποδιού του, λόγω γάγγραινας. Αλλά κάτω δεν το έβαλε, ούτε μια στιγμή, έστω κι αν στα συντρίμμια του σπιτιού του, στη συμβολή της Τατοΐου με την οδό Κω, στη Μεταμόρφωση, ακριβώς δέκα χρόνια πριν, έβλεπε, μπροστά στα μάτια του, τον πατέρα του, Παναγιώτη, να χάνεται. 

«Πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια, ε;» αναρωτιέται και ο ίδιος, μόλις συνειδητοποιεί ότι σήμερα είναι η «μαύρη» επέτειος, η ημέρα μνήμης για τους εκατοντάδες νεκρούς που άφησαν πίσω τους τα 5,9 Ρίχτερ, εκείνο το φονικό μεσημέρι. Έπειτα από ενάμιση χρόνο σε λυόμενη κατοικία, από το 2003 σε καινούργιο, ιδιόκτητο, «γερό» διαμέρισμα μέσω κρατικής ενίσχυσης, δωρεών και δανείων, η επόμενη δεκαετία τον βρίσκει οικογενειακώς μόλις τρία τετράγωνα πιο κάτω από το «σημείο μηδέν», τη μοιραία τριώροφη πολυκατοικία. «Όλο αυτό το διάστημα πέρασε με χαρές και λύπες, όπως συμβαίνει στη ζωή κάθε ανθρώπου. Ενδιάμεσα, και με δυσκολίες από τις απανωτές επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκα, για να μπορώ και πάλι να περπατώ. 

Ευτυχώς, όσο περνά ο καιρός είμαι και καλύτερα και στα χτυπημένα πόδια μου αλλά και ψυχολογικά. Σκέφτομαι πως, μέχρι και πριν από τρία χρόνια, ήμουν πολύ πιο κλειστός, πως υπήρχαν πράγματα στα οποία τότε μπορεί και να δίσταζα, ενώ σήμερα έχω περισσότερο θάρρος για να τα αντιμετωπίσω. Σιγά σιγά άρχισα να ανοίγομαι, να μιλώ πιο πολύ με τον κόσμο. 

Παλαιότερα, όπως ήμουν και εμφανισιακά, ντρεπόμουν λιγάκι: από τα συνεχή χειρουργεία, δεν μου ήταν εύκολο να μετακινηθώ και γι΄ αυτό είχα πάρει παραπανίσιο βάρος, το σκεφτόμουν να βγω έξω. Πλέον, όμως, έχω χάσει γύρω στα είκοσι κιλά το τελευταίο επτάμηνο, νιώθω εντάξει κι εγώ με τον εαυτό μου! Τώρα τελευταία μάλιστα έχω πάρει και αυτοκίνητο. Δόξα τω Θεώ, στην παρούσα φάση είμαι μια χαρά!», λέει στα «ΝΕΑ». Φοιτητής, στο δεύτερο έτος της Σχολής Καλών Τεχνών φέτος, ο Τζαννής έχει βάλει μπρος - σχεδιάζει πια και για το επαγγελματικό μέλλον του. «Ήταν δύσκολο για μένα να εισαχθώ στο Πανεπιστήμιο, για δύο χρόνια έκανα και φροντιστήριο. Τα χέρια μου, όμως, πιάνουν!», λέει.

«Το φιλοσόφησα...»

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  ContentSegment_12221994$W800_H0_R0_P0_S1_V1$Jpg.jpg Εμφανίσεις:  677 Μέγεθος:  55,1 KB 

Γεννημένος τον Απρίλιο του 1989, ο νεαρός επίδοξος καλλιτέχνης, που πήρε το μυκονιάτικο όνομα του παππού του, στέκεται ξανά όρθιος, έστω και με τεχνητό το ένα κάτω άκρο του, λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Αντιμετωπίζει πλέον με περίσσια ψυχραιμία κι αξιοπρέπεια τα δεδομένα της ζωής του, όπως διαμορφώθηκαν. Ώρες ώρες το σκέφτομαι, πως τότε, το 1999, ήμουν για καιρό, τέσσερις μήνες σερί, στο νοσοκομείο, ακόμα και στη ΜΕΘ. Τότε ήμουν δέκα χρονών, τώρα είκοσι, προφανώς και βλέπω πια περισσότερο ώριμα τα πράγματα. Ποτέ δεν σκέφτηκα εάν οι γύρω μου θα με δεχτούν ή όχι μ΄ αυτό το πρόβλημα στην υγεία μου, στη ζωή εξάλλου όλα "παίζουν". Αντιθέτως. 

Ένιωσα και τυχερός, που δεν χτύπησα χειρότερα. Τον θάνατο δεν τον σκέφτηκα για πολύ. Βλέπω άλλα παιδιά καθηλωμένα σε αναπηρικό καροτσάκι ή και γεννημένα με διάφορες αναπηρίες και λέω, "ρε ******, εντάξει, εγώ τουλάχιστον μπορώ να περπατήσω". Στην περίπτωσή μου, και να το φιλοσοφήσω όλο αυτό χρειάστηκε και να προσπαθήσω πάρα πολύ στην πράξη. Είναι όμως και θέμα χαρακτήρα, να ξεπεράσεις όσα σου επιφυλάσσει τελικά η ζωή.

Πάνω απ΄ όλα, με βοήθησε η υπόλοιπη οικογένειά μου, το παλέψαμε όλοι μαζί, με τη μητέρα και τις δύο αδελφές μου, την Ειρήνη και την Κωνσταντίνα, 22 και 16 ετών σήμερα, αντίστοιχα. Ως ο μοναδικός άντρας του σπιτιού, έγινα πια εγώ ο "πατέρας" τους. Πήρα και αυτήν την ευθύνη, έστω και λιγάκι υπερβολικός όταν τις προσέχω και τις τρεις!», παραδέχεται και αναγνωρίζει πως ειδικά η μητέρα του, η κ. Χρυστάλλα, από την κατεχόμενη Κερύνεια, βίωσε τον δικό της Γολγοθά, μετά και την απρόσμενη απώλεια του συζύγου της, στα ερείπια. «Βλέποντας πρόσφατα στην τηλεόραση και τη μάνα του νεκρού φοιτητή της Λ΄ Άκουιλα, του Βασίλη Κουφολιά, να τον αναζητεί στα τσιμέντα, είπα: "α, ρε μάνα, κι εσύ τι έχεις περάσει...". Είχε τρελαθεί και η ίδια έξω απ΄ τα χαλάσματα, όσο μας έψαχναν, στις σχεδόν 23 ώρες που χρειάστηκαν οι άνδρες της ΕΜΑΚ για να με απεγκλωβίσουν ή και στις πρώτες 13, που τους πήρε για τις αδελφές μου...». 


Εφιάλτης μέσα στα χαλάσματα

ΝΑ ΞΕΧΑΣΕΙ ο Τζαννής τα όσα τότε, μικρό παιδί, έζησε, είναι ανέφικτο· εξηγεί το αυτονόητο. «Δεν ξεχνιούνται οι μνήμες εκείνες, θυμάμαι ακόμα πώς μας έβγαλαν οι διασώστες, από τον μέχρι πρότινος δεύτερο όροφο. Συνέχεια τους ρωτούσα, "πότε θα με βγάλετε;", «τώρα, σε δέκα λεπτά...", μου απαντούσαν μονίμως αυτοί- τι να κάνουν, πλακωμένοι ήμασταν, ήρωες ήταν που μας απεγκλώβισαν! Έπαιρνα κι εγώ τα σφυριά τους και κοπανούσα όσο μπορούσα, καθώς είχα ελεύθερα τα χέρια μου...», θυμάται.

Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  ContentSegment_12222033$W800_H0_R0_P0_S1_V1$Jpg.jpg Εμφανίσεις:  850 Μέγεθος:  25,4 KB 

Ο σεισμός τον είχε βρει μόνο του, στην κουζίνα. «Η μητέρα μου έλειπε στη δουλειά, ο πατέρας μου και οι αδερφές μου έβλεπαν τηλεόραση, στο δωμάτιο των γονιών μου. Ώσπου, ξαφνικά αρχίζει το ισχυρό μπουμπουνητό κι εγώ τρέχω να τους βρω, φωνάζαμε όλοι μαζί έντρομοι! Την ώρα που έπεφτε το σπίτι μας, εγώ κοιτούσα τον πατέρα μου στα μάτια! Ως παλαίμαχος πυγμάχος, ψηλός και γεροδεμένος όπως ήταν, επιχείρησε να μας αγκαλιάσει και τους τρεις μας, για να μη μας πλακώσουν τα ντουβάρια! 

Αυτός μας έσωσε, πρόλαβα να δω ότι ο τοίχος που ήταν να πέσει επάνω μας, έπεσε σ΄ αυτόν! Εγώ κάπως πιάστηκα από το κρεβάτι, για λίγα δευτερόλεπτα ακούω το "μπαμ- μπαμ- μπαμ" κι άλλους παρόμοιους βρόντους. Μετά μόνο σκοτάδι! 


Πατήστε στην εικόνα για να τη δείτε σε μεγένθυνση Όνομα:  ContentSegment_12222022$W800_H0_R0_P0_S1_V1$Jpg.jpg Εμφανίσεις:  1083 Μέγεθος:  65,7 KB 

Είχε πέσει, όμως, το καλοριφέρ πάνω στις πατούσες μου, οι φέτες του μου έκαναν τη ζημιά στα πέλματα, και στα δυο μου πόδια. Εννοείται, βέβαια, πως το πλέον επώδυνο ήταν πως έχασα τόσο μικρός τον πατέρα μου, η ιδέα ότι, από δέκα χρονών, δεν ξαναλέω τη λέξη "πατέρα...", δεν τον έχω δίπλα μου. Στην πραγματικότητα, πολύ αργότερα, μετά το πρώτο μνημόσυνό του, μου είπαν την αλήθεια, αν και στην ουσία το είχα καταλάβει μέσα στα χαλάσματα. Σίγουρα μου λείπει, αλλά, δέκα χρόνια τώρα, έχεις μάθει να ζεις μ΄ αυτό...», υποστηρίζει.

Όμως, ο Τζαννής έχει κι άλλους να θυμάται: τη γιατρίνα, που του έδινε τις πρώτες βοήθειες, τις παυσίπονες ενέσεις, χωμένη ανάμεσα στα μπάζα. Ήταν η Σοφία Μπεφόν, που σκοτώθηκε το 2001, ύστερα από πτώση ελικοπτέρου του ΕΚΑΒ στο Σούνιο...



πηγη :tanea.gr / ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Πέτρος Στεφανής

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια